Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Ευχαριστίες κι Αναφορές για το Βιβλίο τού Αγαπημένου μου Επταποδάκου!

Παρακάτω αναφέρω κάποιους από τους ενεργούς συνδέσμους (links) που αφορούν Αφιερώματα, Συνεντεύξεις και Κριτικές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για το βιβλίο του Επταποδούλη μου  ύστερα από την έκδοσή του  από τον Ιούλιο του 2023 κι έπειτα. Θέλω να ευχαριστήσω με την ψυχή μου όλα τα άτομα που βοήθησαν με τις δημοσιεύσεις τους ή και με άλλους τρόπους για την διάδοση της έκδοσης του αγαπημένου επταποδάκου. Χωρίς εκείνους δεν θα είχε γίνει σε κανέναν γνωστό το βιβλίο μου. Σημαντική και πολύτιμη η βοήθεια όλων!

Δεν έχω νιώσει ποτέ τόσο μεγάλη συγκίνηση, όση ένιωσα για τα άτομα που με βοήθησαν, δίχως να ζητήσουν κανένα αντάλλαγμα! Αυτό είναι κάτι βαθιά συγκινητικό και πολύτιμο. Το εκτιμώ, το κρατάω στην Καρδιά μου και τούς ευχαριστώ Ολόψυχα όλους! Ακόμη κι εκείνους που δεν έκαναν δημοσίευση του Επταποδούλη οι ίδιοι, αλλά κοινοποίησαν τις δημοσιεύσεις που είχα αναρτήσει στο προφίλ μου.

Η πρώτη δημοσίευση στο Facebook πραγματοποιήθηκε από την αγαπημένη μου ξαδέρφη Κορίνα, και την Ευχαριστώ με όλη την Καρδιά μου γιατί έκανε την αρχή στα κοινωνικά δίκτυα. Εάν δεν είχε κάνει την αρχή, πιθανόν να μην είχα κάνει τίποτε ούτε εγώ! Αρχικά ντρεπόμουν να κοινοποιώ οτιδήποτε σχετικό με το βιβλίο μου και αυτή η πρώτη δημοσίευση με βοήθησε πολύ. Μετά την πρώτη δημοσίευση για το βιβλίο του Επταποδούλη, άρχισα να κοινοποιώ κι εγώ σε ομάδες βιβλίων και στο δικό μου το προφίλ. Ύστερα άρχισα να παίρνω ευχές από τους φίλους μου, κι έτσι συνέχισα να δημοσιεύω.

30 Νοεμβρίου 2023:
Την πρώτη δημοσίευση στο Facebook για το βιβλίο του Επταποδούλη, θα την βρείτε Πατώντας Εδώ!

17 Δεκεμβρίου 2023:
Την ίδια ακριβώς δημοσίευση αναρτημένη στο δικό μου προφίλ, θα βρείτε Πατώντας Εδώ!

Να ευχαριστήσω ξανά την Κορίνα και τους φίλους μου, για τα σχόλια και την ενθάρρυνσή τους. Μου έδωσαν πάρα πολύ κουράγιο!

Στην επόμενη κοινοποίηση θέλω να ευχαριστήσω Ολόψυχα την φίλη μου και συγγραφέα που έχει γράψει και εκδώσει πάρα πολλά βιβλία, ιστορικά και μη, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία και θεατρικό σενάριο στην ελληνική αλλά και ποντιακή διάλεκτο! Από τα μυθιστορήματά της αγαπώ δύο βιβλία πολύ ξεχωριστά με πρωταγωνιστές ζωάκια, τον «Νούμερο 28» και την «Πρέσβειρα των χελιδονιών». Ευχαριστώ την Μαρία Μαυρίδου Καλούδη για την υπέροχη δημοσίευσή της και την αναφορά της στο βιβλίο μου.

11 Ιανουαρίου 2024:
Την δημοσίευση θα την βρείτε Πατώντας Εδώ!

Στη συνέχεια η συγγραφέας παιδικών βιβλίων και δασκάλα Μαρία Μαυρουδή μού έδωσε την ευκαιρία μέσα από μία γραπτή συνέντευξη στο Cyprus Alive, να απαντήσω για την δουλειά μου και να μοιραστώ τα μηνύματα που θα ήθελα να μεταδώσω μέσα από τον Επταποδούλη μου.
Μαρία, Σε ευχαριστώ!

16 Απριλίου 2024:
Την συνέντευξη θα την διαβάσετε Πατώντας Εδώ!
Την κοινοποίηση τής συνέντευξης στο προφίλ μου θα την βρείτε Εδώ!

Η υπέροχη Diana Chronopoulou μού εφτιαξε ένα φανταστικό αφιέρωμα για το βιβλίο τού Επταποδούλη μου στην ιστοσελίδα της στο Facebook που λέγεται "Once Upon A Time Kids books & toys’s Post". Την Ευχαριστώ Ολόψυχα!

4 Σεπτεμβρίου 2024:
Το αφιέρωμα θα το βρείτε Πατώντας Εδώ!

5 Σεπτεμβρίου 2024:
Και την κοινοποίησή του στο προφίλ μου Εδώ!

Η Δάφνη Υακίνθου έφτιαξε ένα όμορφο βίντεο για το βιβλίο τού επταποδάκου μου, ενώνοντας δικούς μου στίχους με την δική της ερμηνεία, φωνή και μελοποίηση. Είναι πολυτάλαντη καθώς γράφει παραμύθια, ιστορίες, τραγούδια και φτιάχνει βιντεάκια στον υπολογιστή. Την ευχαριστώ Θερμά από τα βάθη τής Καρδιάς μου!

25 Οκτωβρίου 2024:
Το βίντεο θα το δείτε Πατώντας Εδώ!

26 Οκτωβρίου 2024:
Την κοινοποίηση στο προφίλ μου, με αναρτημένο το βίντεο, θα την βρείτε Εδώ!

Η ιστοσελίδα "Little bookspies" μού έφτιαξε ένα συγκινητικό αφιέρωμα για τον Επταποδούλη. Η κοπέλα τής ιστοσελίδας ονομάζεται Ελένη, είναι εκπαιδευτικός κι έχει φτιάξει αυτήν την όμορφη σελίδα για παιδικά βιβλία. Έφτιαξε ενα αφιέρωμα και για το βιβλίο του Επταποδούλη μου. Μάλιστα, το ίδιο αφιέρωμα το κοινοποίησε και στο Instagram!
Ελένη, Σε ευχαριστώ!

18 Νοεμβρίου 2024:
Το αφιέρωμα στο Facebook στο προφίλ τής ιστοσελίδας θα το βρείτε Πατώντας Εδώ!
Την κοινοποίηση στο προφιλ μου Πατώντας Εδώ!
Και την κοινοποίηση στο προφίλ μου για το Instagram  Εδώ!

Ευχαριστώ θερμά την γλυκιά συγγραφέα Μαρία Μπονέρη για την ευκαιρία που μού παραχώρησε στο ιστολόγιό της "Book Me Up", να αφηγηθώ ιστορίες και για τα δύο έργα μου που έχουν εκδοθεί ώς σήμερα, μέσα από τις εύστοχες ερωτήσεις της.

4 Μαρτίου 2025:
Την γραπτή συνέντευξη  στο ιστολόγιο τής Μαρίας  θα την διαβάσετε Πατώντας Εδώ!

6 Μαρτίου 2025:
Την κοινοποίηση τής συνέντευξής μου στο Facebook θα βρείτε Εδώ!

Οι Σύνδεσμοι αυτοί σήμερα είναι ενεργοί, δεν γνωρίζω όμως για πόσο καιρό θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο διαδίκτυο. Εύχομαι να υπάρχουν για πολύ καιρό ακόμη! Εάν κάτι αλλάξει από την διεύθυνσή τους στο μέλλον, εάν αργότερα κατέβουν για κάποιον λόγο και δεν οδηγούν πια στα αφιερώματα τού βιβλίου μου, αυτό δεν το γνωρίζω. Πάντως, προς το παρόν είναι ενεργοί και μπορείτε να μπείτε και να δείτε Δημόσια όλα τα Αφιερώματα που έκαναν φίλοι μου για το βιβλίο τού Επταποδούλη. Τον Επταποδούλη μου τον αγαπώ υπερβολικά  περισσότερο από κάθε άλλο έργο μου–  καθώς εμπεριέχει μέσα του κομμάτια από εμένα, κομμάτια τής  Καρδιάς  και τής  Ψυχής  μου και γι' αυτό θέλω να ευχαριστήσω πάλι όλους όσους με βοήθησαν!  Κι αν ξεχνάω να αναφέρω κάποιον τού ζητώ Συγγνώμη. Χωρίς αυτούς τους ανθρώπους, δίχως την υποστήριξή τους δεν θα είχα καταφέρει τίποτε, και το βιβλίο μου τώρα δεν θα υπήρχε πουθενά στο Facebook. Σε καμία σελίδα, σε καμία γωνιά του κόσμου.

Σας  Ευχαριστώ  για την τιμή και την πολύτιμη βοήθειά σας. Είμαι Ευγνώμων!!!

        Με εκτίμηση
            κι αγάπη,
    Στέλλα Γιανναδάκη

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Τέμπη - 57 ψυχές ζητούν ΔΙΚΑΙΩΣΗ!!!

Ανάρτηση Για Μεγάλους
Τις τελευταίες ημέρες νιώθω μεγάλη  Οργή  για την αδικία που υπάρχει γύρω μου και για την σαπίλα τού συστήματος, το οποίο μάς κυβερνά. Περνάω από την απελπισία στον πόνο, μετά στην αγωνία για το τι μας περιμένει, ύστερα στο κλάμα και μετά ξανά στην οργή και στην αγανάκτηση. Όσο το σκέφτομαι, τόσο θέλω να κλαίω από απελπισία...

Πώς να δεχτείς ότι ένας πατέρας, ο οποίος έχασε το παιδί του στα Τέμπη, κάνει απεργία πείνας για το αυτονόητο δικαίωμά του να μάθει από τι πέθανε ο γιος του;

Το παρακάτω ποίημα (αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ποίημα) το έγραψα την  1η  Μαρτίου 2024  για να εκφράσω την αγανάκτηση που ένιωθα τότε για το έγκλημα των Τεμπών. Το δημοσίευσα στο Facebook, ακριβώς μία ημέρα μετά από την συγγραφή του. Τόσοι μήνες πέρασαν από την δημοσίευση αυτή, και η αγανάκτηση μέσα μου δεν λέει να σωπάσει... όλο και φουντώνει. Θα ήθελα να το αφιερώσω σε όλους τους γονείς που έχασαν τόσο άδικα τα παιδιά τους, καθώς και στην κυρία Καρυστιανού και στον κύριο Ρούτσι που σηκώνουν στις πλάτες τους όλο αυτό το αβάσταχτο βάρος για την δικαίωση των παιδιών τους, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Όταν έρθει η ώρα της Δικαίωσης για όλους τους συνανθρώπους μας, τότε θα γίνει πιο φωτεινός ο κόσμος και για όλους εμάς!

    ΤΕΜΠΗ 28-02-2023

    – Έρχομαι μαμά!
    – Παιδί μου, πόσα έχω να σου πω.
    – Έρχομαι μαμά!
    – Παιδί μου, πόσο Σε αναζητώ.
    – Κοιμήσου, μαμά, κοιμήσου... θ’ αργήσω πάλι να σε δω.
    – Αχ, Ψυχή μου! Δεν προφταίνω, να σου πω πως Σ’ αγαπώ…
    Μια Υπόσχεση Σού δίνω, μόνο για να λυτρωθώ,
    να μπορώ να σε πενθήσω, να μπορώ να κρατηθώ.
    Διεκδικώ  Δικαιοσύνη,
    Δικαιοσύνη Απαιτώ!

    Διασφαλίζετε την Ασφάλεια, κύριε Πρωθυπουργέ!
    Διασφαλίζετε την Ασφάλεια, κύριε υπουργέ!
    Διασφαλίσατε το παιδί μου, κύριε Πρωθυπουργέ; ; ;
    Διασφαλίσατε την ζωή μου, κύριε Πρωθυπουργέ; ; ;
    Πού είναι τώρα το παιδί μου, κύριε υπουργέ;
    Πείτε, πού είναι η ζωή μου, κύριε Πρωθυπουργέ;

    Μια δικαίωση να ζήσω, μια δικαίωση ζητώ!
    Να μπορέσω να πενθήσω, να μπορώ να κοιμηθώ.
    Δικαιοσύνη, υπουργέ μου. Δικαιοσύνη διεκδικώ!
    Μοναχά για το παιδί μου, Δικαιοσύνη, Απαιτώ!

    Δεν μπορώ να το πενθήσω, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
    Μια δικαίωση ζητάω, μια ανάσταση να βρω.
    Μια δικαίωση να ζήσω, μόνο για να λυτρωθώ.
    Δικαιοσύνη, υπουργέ μου
    Δικαιοσύνη, Απαιτώ!

Την δημοσίευση στο Facebook θα την βρείτε Πατώντας Εδώ!

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025

ΒιβλιοΚΡΙΤΙΚΗ ή ΒιβλιοΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ;

για το μυθιστόρημα της  Μαρίας  Μπονέρη
«Άνθη Λεμονιάς»
Εκδόσεις  ΓΡΑΦΗΜΑ, 2023

Η Μελίνα και η Αρετή είναι δύο αγαπημένες αδελφές που τις ενώνουν δύσκολες  μα και γλυκιές στιγμές  καθ' όλη την διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.  Η μεγαλύτερη κόρη, η Μελίνα, ενήλικη πια κι έχοντας την δική της οικογένεια, κάνει τα πάντα για να ξεχάσει το παρελθόν που την πονάει. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να το αφήσει πίσω της, εκείνο όμως για κάποιον λόγο βρίσκεται πάντοτε εκεί.  Καθώς η Μελίνα βασανίζεται από σκέψεις, χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού της και την επισκέπτεται η αδελφή της, η Αρετή, η οποία τής φέρνει ένα δυσάρεστο, αναπάντεχο νέο. Έχει πεθάνει ο μπαμπάς τους. Ο μόνος άνθρωπος που τις πλήγωσε τόσο πολύ… Έτσι, Μελίνα κι Αρετή κάθονται στον καναπέ και αγκαλιάζοντας η μία την άλλη, ανοίγουν το κουτί των αναμνήσεών τους… Κάπως έτσι επέρχεται η ελευθερία, μα και η λύτρωση!

Διαβάζοντας το βιβλίο  με την λιτή γραφή τής συγγραφέως  βλέπουμε να ξετυλίγεται το κουβάρι τής ζωής των δύο κοριτσιών από την αρχή μέχρι την ενηλικίωσή τους, ενώ παράλληλα μαθαίνουμε και για τις ιστορίες των γονιών τους. Η συγγραφέας εδώ μάς αφηγείται ζωές ανθρώπων με τα λάθη και τις αδυναμίες τους, δίχως να προσπαθεί να ωραιοποιήσει καταστάσεις ή χαρακτήρες. Όλοι τους είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, όπου οι ζωές τους ξεδιπλώνονται στις 306 σελίδες τού βιβλίου, οι οποίες κυλούν σαν γάργαρο νεράκι. Ρέει η αφήγηση τού βιβλίου και μάς συνεπαίρνει.  Κι όπως αναφέρει κάπου η ίδια η συγγραφέας: «Γλυκόπικρη η ζωή σαν τα λεμόνια, μα και γλυκιά όπως το όνομα της Μελίνας!»  Τα ονόματα εδώ και ο τίτλος, καθόλου τυχαία δεν είναι.

Πολλές φορές νιώθουμε να ταυτιζόμαστε με την Μελίνα και την Αρετή. Ταυτιζόμαστε με τις χαρές και τις λύπες τους, με τις αγωνίες τους. Καταλαβαίνουμε την σχέση που έχουν με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, την δύσκολη σχέση με τον πατέρα τους αλλά και την σχέση με την μητέρα τους που πάντοτε βρίσκεται στο πλευρό τους. Τα μηνύματα τα οποία περνούν μέσα από το βιβλίο της  Μαρίας  Μπονέρη  είναι πολλά, ωστόσο θα ήθελα να σταθώ σε εκείνα που με άγγιξαν περισσότερο:
  • Να αποδεχόμαστε το παρελθόν μας, αφού δεν μπορούμε να το αλλάξουμε.
  • Να αντιμετωπίζουμε τα τραύματα και τις δυσκολίες μας κατάματα, δίχως να δειλιάζουμε. Να λύνουμε τυχόν εκκρεμότητες στις σχέσεις μας. Να μην αφήνουμε τίποτε να μάς πονά και να κλείνουμε προσεκτικά ένα ένα τα κεφάλαια της ζωής μας.
  • Να προσπαθήσουμε να μην κάνουμε σε όσους αγαπάμε (και στα παιδιά μας) ό,τι μάς έκαναν οι γονείς μας.  Αφού γνωρίζουμε πια τι μας έχει πονέσει, να αποφύγουμε να κάνουμε το ίδιο και στους άλλους, ώστε να μην τραυματίζουμε τους αγαπημένους μας.
  • Κάθε δυσκολία στην ζωή μας είναι μία ευκαιρία, η οποία μάς δίνεται απλόχερα για να μάθουμε κάτι. Τίποτε από ό,τι περνάμε δεν έρχεται άσκοπα!  Όλα έχουν κάτι να μάς διδάξουν. Κάτι να μάς πουν.
Η  Μαρία Μπονέρη  γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη.  Το «Άνθη Λεμονιάς» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

        Με εκτίμηση
            κι αγάπη,
    Στέλλα Γιανναδάκη

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

ΡΟΥΠΙ το ατίθασο αλογάκι

Ανάρτηση Για Παιδιά

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό χωριό, σε μία φάρμα, ζούσαν πολλά αλογάκια. Αλογάκια άσπρα, μαύρα και καφέ. Αλογάκια δυνατά και λιγάκι ζωηρά, αλλά πανέμορφα! Όμως, μέσα στη φάρμα ζούσε κι ένα ατίθασο αλογάκι με πλούσια καφετιά χαίτη, που το έλεγαν Ρούπι.

Ο Ρούπι δεν άφηνε κανέναν να τον ακουμπήσει. Δεν άκουγε τους ανθρώπους που δούλευαν στη φάρμα ούτε και τη μαμά του την κυρία Γίτσα, την αλογίτσα. Η καημένη η κυρία Γίτσα, μάταια, προσπαθούσε να πείσει τον Ρούπι ν’ αλλάξει. Εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτα! Κλοτσούσε και χλιμίντριζε δυνατά, δίχως ν’ αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει…

    – Μα πώς του επιτρέπεις να σου φέρεται έτσι, χρυσή μου! ξεφώνισε η πικρόχολη Μπέτη.

Η Μπέτη ήταν ένα ψηλό άλογο με μαύρα πόδια και λευκό χρώμα στη ράχη της.

    – Δεν ξέρω τι να κάνω! ψέλλισε σιγανά, από τη ντροπή της, η κυρία Γίτσα. Δεν με ακούει ό,τι κι αν του πω!

Έτσι, ο Ρούπι, πεισματάρης καθώς ήταν, έκανε πάντα το αντίθετο από εκείνο που οι άλλοι τού ζητούσαν… Ήθελε να νιώθει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Εξάλλου, οι δικές του ιδέες και τα δικά του όνειρα δεν χωρούσαν σε καμία οικογένεια ούτε σε καμία φάρμα του κόσμου. Ήταν απέραντα!

Του άρεσε να φεύγει από τη φάρμα και να χοροπηδάει στα λιβάδια. Να τρέχει σαν τον άνεμο και να χάνεται. Η κυρία Γίτσα τον μάλωνε συνεχώς:

    – Μας ντροπιάζεις με αυτά που κάνεις! Δεν το καταλαβαίνεις; Κοίτα τον μικρούλη τον γιο της Μπέτης, πόσο ήρεμος είναι.

    – Ε, τότε, να πάρεις τον γιο της Μπέτης για γιο σου, κυρία Παλιογίτσα! Θα σου δείξω εγώ μια μέρα! φώναξε ο Ρούπι, κατακόκκινος από θυμό.

    – Το ήξερα πως είσαι κακομαθημένος. Όμως, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μου μιλούσες έτσι. Είμαι η μητέρα σου, Ρούπι, και απαιτώ να με σέβεσαι!

    – Τι είπες ότι κάνεις; επανέλαβε απότομα ο Ρούπι. Μα τον σεβασμό, κυρία Γίτσα, δεν τον απαιτείς. Απλά, τον κερδίζεις! έκανε ο Ρούπι και πήδηξε, όρθιος στα δυο του πόδια, σηκώνοντας σκόνη με τις οπλές του.

Η κυρία Γίτσα έμεινε άφωνη και χλιμίντρισε δυνατά, ως επίδειξη ισχύος, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να πει. Κι έτσι, περνούσε ο καιρός μέσα στη φάρμα…

Καθώς ο Ρούπι μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο πεισματάρης. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Οι άνθρωποι μέσα στη φάρμα δεν ήξεραν κι εκείνοι τι να κάνουν. Αυτό το τρελοάλογο ήταν μεγάλος μπελάς! Μα ο Ρούπι είχε για τον εαυτό του άλλα όνειρα: Μόλις εύρισκε την ευκαιρία, θα το έσκαγε από τη φάρμα. Και τότε θα ήταν, επιτέλους, ελεύθερος! Θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει και δεν θα αναγκαζόταν να ακούει κανέναν. Ούτε τους ανθρώπους ούτε τους γονείς του, ούτε και τους χαζοκανόνες τους!

Έτσι, λοιπόν, ένα ζεστό κυριακάτικο πρωινό που ο ήλιος φώτιζε χαμογελώντας την ύπαιθρο, ο Ρούπι κοίταξε μπροστά του και …τι να δει!  Κάποιος είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα του στάβλου! Δίχως να χάσει καιρό, άρχισε να τρέχει, να τρέχει… Όσο πιο μακριά μπορούσε…

    – Ρούπι, γύρνα πίσω. Μην φεύγεις! του φώναξε η μαμά του.

Αλλά, άδικος κόπος! Ο Ρούπι δεν θα γύριζε πίσω…

Συνεχίζεται...

Ο ΡΟΥΠΙ το ατίθασο αλογάκι  έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς λογοτεχνίας. Ανάμεσά τους είναι και ο 6ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Ποίησης & Πεζού Λόγου που διοργάνωσε ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ  (Ε.Λ.Β.Ε.)

       Με εκτίμηση
          κι αγάπη,
   Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Μοίρασμα

Τετάρτη  05-01-2000
Ώρα:  01:30 π.μ.
"Μέχρι τώρα πίστευα πως οι άνθρωποι είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Ίσως έτσι να 'ναι. Δεν υπάρχει κανένας που να μην κλαίει, κανείς που να μην πονάει, κανένας που να μην φοβάται. Όλοι μας το ίδιο είμαστε. Ο πόνος, η χαρά, η θλίψη... συναισθήματα που ζούμε κάθε μέρα όλοι μας. Που όμως ο καθένας τα κρατάει για τον εαυτό του. Είναι τόσο εγωιστής που δεν δέχεται να τα μοιραστεί με τους άλλους.

Αν κάποιος νιώθει θλίψη, θα κρατήσει μέσα του όλη τη θλίψη και θα την κρύψει από τους άλλους. Θα φορέσει το ψεύτικο χαμόγελο, θα κρύψει τα αληθινά δάκρυα και θα βγει στον δρόμο. Ίσως από φόβο, ίσως από ντροπή για το τί θα πουν οι άλλοι.

Αν πάλι κάποιος νιώθει χαρά, θα την κρατήσει όλη για τον εαυτό του δίχως να την μοιραστεί με κανέναν, από φόβο μήπως οι άλλοι τον ζηλέψουν ή τον φθονήσουν. Τα συναισθήματα δεν έχουν αξία αν δεν τα μοιράζεσαι.

Η χαρά, η λύπη, ο πόνος είναι πλασμένα όλα για τους ανθρώπους. Ό,τι κι αν έχεις πλούτο ή χρυσάφι, ευτυχία δεν θα βρεις αν δεν μάθεις να μοιράζεσαι με τους άλλους. Η αληθινή χαρά δεν βρίσκεται στην απόλαυση αλλά στην ανταλλαγή, στο μοίρασμα. Μοίρασμα συναισθημάτων και μοίρασμα αγαθών. Μια ζωή χωρίς αγαπημένους φίλους ή συγγενείς είναι μια ζωή μίζερη, όσα χρήματα κι αν έχεις.

Γι' αυτό νίκησε τον εγωισμό και τον φόβο και άφησε την Καρδιά σου ανοιχτή για όλους!"


Το συγκεκριμένο κείμενο το έγραψα  Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2000.  Αυτήν την ημερομηνία γράφω επάνω στο χαρτί. Το βρήκα μέσα στον φάκελο όπου ήταν και το κείμενό μου Ανελέητο Σύστημα. Σ' εκείνον τον φάκελο  σε ένα συρτάρι  είχα τοποθετήσει από παλιά τις νεανικές μου σκέψεις και τα εφηβικά ποιήματα. Όλα τα νεανικά γραπτά μου βρίσκονται εκεί! Έκανα κάποιες βελτιώσεις στο κείμενο πριν από την ανάρτησή του. Πρόσθεσα κάποιες λέξεις. Επίσης, προσέθεσα και τον τίτλο "Μοίρασμα", ο οποίος δεν υπήρχε. Μοιράζομαι τώρα το κείμενό μου, τόσα χρόνια μετά, καθώς δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να το εκδώσω.

       Με εκτίμηση
           κι αγάπη,
   Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

Ανελέητο Σύστημα

Ανάρτηση Για Μεγάλους
Πέμπτη  09-10-2003
Κάθε ανάμνηση έχει χαράξει το δικό της σημάδι βαθιά μέσα στην ψυχή μας. Κάθε μας σκέψη πηγάζει από το παν. Από όλα όσα ζήσαμε μέχρι εκείνη την στιγμή, την οποία υπάρχουμε. Κάθε στοιχείο που υπάρχει στη Γη, κάθε αίσθηση, κάθε λέξη που αντιλαμβάνεται το μυαλό μας, δημιουργούν συνειρμούς. Ατελείωτους συνειρμούς σκέψεων που υπάρχουν μπροστά σε ό,τι ζήσαμε. Απέραντους συνειρμούς που ξετυλίγουν μπροστά μας ολοζώντανες εμπειρίες. Εμπειρίες φρικιαστικές, τρομαγμένες, πληγωμένες εμπειρίες. Μα κι εμπειρίες πρωτόγνωρες, αγνές, καθαρές όπως εκείνες που γνωρίσαμε από μικρά παιδιά. Τότε που ήμασταν ακόμη ελεύθερα, ανόθευτα, αληθινά! Τότε που δεν είχαν προλάβει να μας διαστρεβλώσουν την προσωπικότητα, να μας επιβάλλουν τις δικές τους ιδέες. Τότε που η Ψυχή μας ήταν καθάρια και πίστευε μονάχα στον δικό της Θεό. Σε εκείνον που είχε μέσα στην Καρδιά και όχι σε αυτόν που μας επέβαλαν οι άνθρωποι.

Μας άλλαξαν, μας έκοψαν σύμφωνα με τα δικά τους μέτρα και σταθμά. Μας ενέταξαν στο σύστημα της κοινωνίας. Ένα σύστημα που παρέχει σχολεία, όπου μας έμαθαν να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο. Μας δίδαξαν την αλήθεια από την δική τους σκοπιά. Μας έμαθαν το σωστό και το λάθος σύμφωνα με τα δικά τους πιστεύω. Και ορίστε τώρα, καμαρώστε μας! Γίναμε άνθρωποι. Ενήλικοι πολίτες! Μεγαλώσαμε και γίναμε άβουλα όντα δίχως δικά μας ιδανικά και δική μας προσωπικότητα. Μας κατάντησαν σύγχρονα ρομπότ ενταγμένα στην κοινωνία. Μας έμαθαν να μην αντιδράμε, να μην κλαίμε, να μην φωνάζουμε. Μας εκπαίδευσαν έτσι ώστε να μπορούν να μας ποδοπατούν, να μπορούν να μας κλέβουν, να μας βιάζουν, να μας σκοτώνουν κι εμείς να μην μπορούμε να αντιδράσουμε. Να μην αντιδρούμε γιατί πιστεύουμε στην δική τους δικαιοσύνη, στη δική τους δημοκρατία, στα δικά τους ιδανικά! Έτσι όπως μας τα δίδαξαν.

Μας χάρισαν δική τους ταυτότητα. Μας έδωσαν κωδικούς αριθμούς. Μας επέβαλλαν φόρους, ποινές, πρόστιμα. Και για αντάλλαγμα μας παρέχουν ανύπαρκτη και εικονική προστασία.

Μόνο που ξέχασαν κάτι σημαντικό! Το βασικότερο απ’ όλα. Ξέχασαν ότι είμαστε άνθρωποι. Έχουμε σάρκα κι αίμα, πνιγμένες ανάγκες, μαστιγωμένες επιθυμίες, τσακισμένες ελπίδες κι όνειρα.

Γιατί… τώρα που το ξανασκέφτομαι… ίσως και να μην είμαστε άνθρωποι. Πού είναι τα όνειρά μας;  Πού είναι οι αγνές, οι πρωτόγνωρες εμπειρίες μας;  Πού είναι η παιδική μας ξενοιασιά;  Η ελευθερία της Ψυχής μας;  Η ελευθερία της σκέψης, της βούλησης, της επιθυμίας;  Της  Δικιάς  μας  επιθυμίας!  Πού είναι τα ανόθευτα και γλυκά συναισθήματα όπου ζούσαμε μικροί; Ζούμε μονάχα για να εξυπηρετούμε τον σκοπό του κράτους ή τους σκοπούς των κρατών;  Ζούμε μόνο για να δουλεύουμε και να πληρώνουμε;  Τελικά, γιατί ζούμε;  Ζούμε για εμάς;

Χάσαμε την παιδική ανεμελιά μας, την προσωπικότητά μας, την αξιοπρέπειά μας. Μας κατάντησαν φτηνούς και δυστυχισμένους πολίτες, μέσα σ’ ένα αχόρταγο και ανελέητο σύστημα εξουσίας!


Το συγκεκριμένο κείμενο γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια. Άνοιξα τα συρτάρια όπου είχα τοποθετήσει τα εφηβικά ποιήματα, τις νεανικές μου σκέψεις και τα διάβασα ξανά με συγκίνηση!  Το συγκεκριμένο κείμενο το έγραψα  Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2003.  Αυτήν την ημερομηνία γράφω επάνω στο χαρτί. Όμως, μοιάζει να είναι σημερινό! Φαίνεται να γράφτηκε πρόσφατα, έπειτα από την πανδημία. Απ’ όσο θυμάμαι όταν έγραφα αυτές τις γραμμές, είχα στο μυαλό μου τις τότε συζητήσεις που άκουγα στις ειδήσεις για την υποχρεωτική σήμανση των ζώων συντροφιάς από το 2003. Αν και χαίρομαι που σήμερα υπάρχει αυστηρός νόμος για τους κακοποιούς των ζώων και όλων των ζωών του πλανήτη μας  εκτός του ανθρώπινου είδους  όταν άκουσα αυτό με το ηλεκτρονικό τσιπάκι, τρομοκρατήθηκα! Αρχικά σκέφτηκα ότι θα μας επιβάλουν να πληρώνουμε φόρο για τα κατοικίδιά μας. Ύστερα, η αμέσως επόμενη σκέψη μου ήταν πως ό,τι επιβάλουν στα σκυλιά, σε μερικά χρόνια από σήμερα, θα το επιβάλουν και σε εμάς, τους ανθρώπους...  Και τελικά τα κατάφεραν!  Κατάντησαν την ζωή μας μία  Υποχρεωτική  Ηλεκτρονική  Υπεύθυνη  Δήλωση.

Γνωρίζω πως το κείμενό μου περιέχει λάθη. Δεν διόρθωσα πολλά από τότε. Θα ήθελα, όμως, να προσθέσω κάτι στο τέλος. Δυο τελευταίες προτάσεις, οι οποίες δεν υπάρχουν παραπάνω:  "Θα προλάβουμε, άραγε, να ξυπνήσουμε  ή  όταν το δούμε θα είναι πια πολύ αργά για την Ελευθερία;"

       Με εκτίμηση
          κι αγάπη,
  Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Γιατί έγραψα "Το Ταξίδι Της Θάλασσας"

Υπάρχει μία αληθινή ιστορία, πίσω από την ιστορία.
Να, γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο!
Από παλιά είχα θέμα με την εμφάνισή μου. Είχα παραπάνω κιλά, τα οποία με ενοχλούσαν. Ακόμα είχα πολύ χοντρά πόδια. Δεν μου άρεσαν καθόλου τα πόδια μου.

Πάντοτε είχα την κακή συνήθεια να ζηλεύω ό,τι έχουν οι άλλοι και να μην εκτιμώ τίποτε από όσα έχω εγώ. Κι αυτό πηγάζει από τα παιδικά μου χρόνια. Έτσι όταν ήμουν δεκαέξι χρονών, ξεκίνησα την πρώτη εξαντλητική δίαιτα μαζί με γυμναστική, προσπαθώντας να ομορφύνω. Από τα 62 κιλά που ήμουν, κατέβηκα περίπου στα 46 μέσα σε τρεις μήνες. Οι γονείς μου, ως υπερπροστατευτικοί που είναι, έπαθαν πανικό και φώναζαν πως κινδύνευα από νευρική ανορεξία. Όμως, ούτε νοσηλεύτηκα σε νοσοκομείο ούτε μου έδωσε τέτοια διάγνωση γιατρός. Και ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι είχα κάτι τέτοιο. Απλώς είχε κολλήσει το μυαλό μου. Γιατί να έχω τέτοια πόδια και τα πόδια μου να μην είναι Ίσια, Μακριά και Λεπτά;

Προσπαθούσα σκληρά να λεπτύνω τα πόδια μου, αλλά η κατασκευή του σώματός μου είναι τέτοια, που όσα κιλά κι αν χάσω, πάντα τα πόδια μου θα είναι πιο "γεμάτα". Φυσικά, το πρόβλημα δεν ήταν στα πόδια μου αλλά στην αυτοεκτίμησή μου!

Έτσι, μια μέρα πήγα στο γυμναστήριο απογοητευμένη κι εξαντλημένη, κάθισα σε ένα ποδήλατο και κοιτάζοντάς με στον καθρέπτη, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς απέναντί μου, άρχισα να σκέφτομαι: «Μα πώς είμαι έτσι; Είμαι χάλια! Και τι απαίσια πόδια που έχω; Γιατί ο Θεός έπρεπε να δώσει σε εμένα αυτό το σώμα;»

Κι ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, κοίταξα στο διπλανό ποδήλατο, όπου καθόταν ένα κορίτσι· ένα πολύ όμορφο κορίτσι! Αν και ήταν καθιστή, φαινόταν ψηλή και είχε λεπτά πόδια. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα κι όλο μακριές μπούκλες πλαισίωναν το πρόσωπό της. Είχε όμορφο δέρμα, γλυκά χαρακτηριστικά σαν νεράιδα με κατακόκκινα μαγουλάκια και χείλη. Έβγαζε μια ομορφιά από μέσα της, μια αυτοεκτίμηση κι αξιοπρέπεια. Την ζήλεψα τόσο πολύ που είπα από μέσα μου: «Αχ... Μακάρι να ήμουν στη θέση της»!

Μόλις το σκέφτηκα αυτό, βλέπω μία άλλη κοπέλα να έρχεται κοντά της, να πιάνει προσεκτικά ένα ένα τα πέλματα των ποδιών της και να τα κατεβάζει από τα πετάλια του ποδηλάτου. Ύστερα, την βοήθησε να σταθεί όρθια. Όταν η κοπέλα στάθηκε όρθια, περπάτησε μόνη της, δίχως βοήθεια. Όμως, τα πέλματά της δεν κοιτούσαν ευθεία μπροστά όπως τα πέλματα όλων μας, αλλά έβγαιναν προς τα έξω. Και περπατούσε με αυτόν τον τρόπο.

Εκείνη τη στιγμή έπαθα σοκ, λες και κάποιος μού έδωσε ένα δυνατό χαστούκι! Πόσο απερίσκεπτη μπορεί να ήμουν; Δες αυτή την κοπέλα, ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα που είχε και το αντιμετώπιζε τόσο γενναία και με αξιοπρέπεια! Κι εγώ πόσο αχάριστα και απερίσκεπτα είχα φερθεί; Ήμουν αδύναμη και δεν εκτιμούσα τίποτε από όσα έχω. Ούτε τα πόδια μου ούτε και τον εαυτό μου. Όμως, εκείνο το κορίτσι ήταν Δυνατό. Ήξερε να ζει και να εκτιμάει την ζωή της. Εκτιμούσε αυτό που είχε. Εκτιμούσε αυτό που είναι. Την θαύμασα, κι ακόμη τη θαυμάζω!

Αυτή η ιστορία γυρνούσε για χρόνια μέσα στο κεφάλι μου  σαν αίσθηση και σαν εικόνα. Δεν μπορώ να ξεχάσω αυτό που ένιωσα τότε· την στιγμή που είδα την κοπέλα να περπατάει. Μου έχει μείνει αξέχαστη εκείνη η στιγμή. Κι αυτό που σκέφτηκα με πείραξε πολύ. Γιατί να σκεφτώ έτσι, και να ζηλέψω εκείνο το κορίτσι; Τι είχε εκείνη που δεν είχα εγώ; Για μερικά χρόνια με βασάνιζε αυτή η σκέψη.

Κάπως έτσι βγήκε Το Ταξίδι Της Θάλασσας. Ήθελα να πω στους ανθρώπους να μην ζηλεύουν ο ένας αυτό που έχει ο άλλος, αλλά να εκτιμούν και να χαίρονται για όσα έχουν! Για τα χαρίσματά τους. Για την εμφάνισή τους. Να χαίρονται γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που ξέρουν να κάνουν!  Έτσι έβαλα τους δύο ήρωες μου, τον Ήλιο και την Θάλασσα, να ζηλεύουν ο ένας την θέση του άλλου και στο τέλος με τα καμώματά τους να προκαλούν οικολογική καταστροφή στη Γη, ώστε να δείξω πόσο καταστροφικό είναι να μην αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη γι’ αυτά που έχεις!  Αυτό έγινε το κεντρικό μήνυμα τής ιστορίας μου.

Η Θάλασσα λέει: «Δεν θα παραπονεθώ ποτέ ξανά. Ούτε θα θελήσω να γίνω κάτι άλλο από αυτό που είμαι».

Και ο Ήλιος: «Ποτέ δεν θα ζηλέψω ξανά την θέση κάποιου άλλου. Καθετί στον κόσμο έχει τη δική του ξεχωριστή αξία και τη δική του ομορφιά!»

Κι αυτό, γιατί εγώ πριν από πολλά χρόνια ζήλεψα ένα κορίτσι κι ευχήθηκα να ήμουν στη θέση της. Μάλλον, ζήλεψα την Δύναμή της και τον τρόπο που αντιμετώπιζε την ζωή. Με τόση γενναιότητα και θάρρος! Θα ήθελα να τής αφιερώσω Το Ταξίδι Της Θάλασσας.


Πιστεύω πως τίποτα στην ζωή μου (ή στην ζωή μας) δεν γίνεται τυχαία. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό το κορίτσι βρισκόταν εκεί για να μού διδάξει κάτι. Δεν ήταν σύμπτωση. Είμαι σίγουρη πως η ζωή μας μάς δίνει πολλά τέτοια δώρα-ευκαιρίες για να μάς βοηθήσει. Μπορεί να είναι το Σύμπαν ή άγγελοι από τον ουρανό ή κάτι άλλο. Πάντως, η ζωή μου είναι γεμάτη από τέτοιες Ιστορίες! Άλλες τις έκανα παραμύθια κι άλλες ωριμάζουν ακόμη μέσα μου... ώσπου να γίνουν κάτι.

Ίσως για έναν άλλο άνθρωπο  που πιστεύει μονάχα στην ύλη–  αυτό να ήταν κάτι τυχαίο, που απλά το είδε και μετά η σκέψη έφυγε φευγαλέα από μέσα του· χωρίς να αφήσει τίποτα. Όμως όχι! Καθετί που περνάμε μάς βοηθάει να αλλάξουμε, να εξελιχθούμε, να γίνουμε ωριμότερες Ψυχές. Και ίσως όλες αυτές οι "Συμπτώσεις" να μάς έρχονται από τον Ουρανό!

      Με εκτίμηση
         κι αγάπη,
  Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Η Μικρή Ραλλού...

Ανάρτηση Για Μεγάλους
Θα ήθελα να μοιραστώ αυτό το τραγούδι σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και ποίηση Νίκου Γκάτσου. Το θέμα, όμως, για το οποίο γράφω δεν αφορά το τραγούδι, αλλά τους στίχους του, οι οποίοι μου θύμισαν μία στιγμή που έζησα σ' ένα χωριό (μια αμήχανη για εμένα στιγμή) μέσα στον μοσχοβολιστό Δεκαπενταύγουστο, στην γιορτή της Παναγιάς μας, με τον επιτάφιο στο προαύλιο της αρχαιότερης εκκλησίας του χωριού μας, της Παναγίτσας. Στην υπέροχη αυτή ατμόσφαιρα, την ώρα της λειτουργίας  που μοσχομύριζε μύρο, λουλούδια και αγάπη–  δυστυχώς, κάποιοι πούλαγαν λαχνούς για να κληρώσουν ένα αρνάκι ζωντανό με στόχο όπως άκουσα να λένε να μαζέψει η εκκλησία τού χωριού λεφτά.

Κι εδώ θα μου πείτε τώρα, τι σχέση μπορεί να έχει αυτό το τραγούδι με το αρνί μας; Το τραγούδι μιλά για ένα κορίτσι, την μικρή Ραλλού. Τι σχέση θα μπορούσε να έχει με ένα αρνί;  Εεε, δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά εκείνη την στιγμή, μόλις ανακοίνωσαν στην αυλής τής εκκλησίας, ότι πουλούν λαχνούς (1 ευρώ τον λαχνό) για να κληρώσουν ένα πλάσμα ζωντανό, αμέσως μού ήρθε στο μυαλό το συγκεκριμένο τραγούδι!

Δεν γνωρίζω εάν αυτή η κλήρωση ήταν καθ' όλα νόμιμη, καθώς υπάρχουν τα δικαιώματα των ζώων, όμως, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν είναι ηθικό να κληρώνουμε πλάσματα ζωντανά. Γιατί δεν κληρώθηκε ένα σακί με πατάτες, μία τσάντα ντομάτες ή λάδι ή μέλι ή γλυκά του κουταλιού ή οτιδήποτε άλλο εκτός από ζωή; Το ζώο δεν είναι πράγμα ή προϊόν για να το βάλεις σε λοταρία...  Είναι ζωή!  Αν και για κάποιους το αρνί μπορεί να είναι προϊόν, αλλά ακόμη και για όσους τρώνε κρέας... ε, δεν πας να κληρώσεις ένα ζωντανό αρνάκι.

Την ίδια την ζωή, τη σεβόμαστε. Δεν την παίζουμε στα ζάρια. Δεν την υποτιμούμε με αυτόν τον τρόπο. Κάθε πλάσμα στον πλανήτη αξίζει τον Σεβασμό μας, άσχετα με το αν είναι άνθρωπος (κι ανήκει στο είδος Homo Sapiens που είμαστε εμείς) ή αν είναι προβατάκι κι ανήκει στο συγκεκριμένο είδος προβάτου που δεν γνωρίζω ποιο είναι. Πάντως, σε όποιο είδος κι αν ανήκει  «Η μικρή μας, η Ραλλού»  είναι η ίδια η ζωή και αξίζει σεβασμό κι αγάπη!  Δεν είναι δυνατόν να βάζουμε σε κλήρωση ένα πλάσμα αθώο, το οποίο δεν έφταιξε σε τίποτα παρά μόνο το ότι γεννήθηκε. Ας μην ξαναγίνουν στο χωριό τέτοιου είδους κληρώσεις. Υπάρχουν πολλά καλά προϊόντα που μπορούν να κληρωθούν και είναι νόστιμα, υγιεινά και δεν είναι ζωντανά.

Δεν γνωρίζω αν την κλήρωση οργάνωσε ο Πολιτιστικός Σύλλογος ή η εκκλησία τού χωριού. Άκουσα πως το αρνάκι χάρισε ο ίδιος ο βοσκός του, με στόχο να μαζέψει η εκκλησία λεφτά. Δεν το γνωρίζω με σιγουριά. Και δεν έχει σημασία. Δεν έχω στόχο να κατηγορήσω κανέναν, παρά μόνο να ευαισθητοποιήσω. Αυτό το περιστατικό με την λοταρία μού προκάλεσε απέραντη στενοχώρια και θλίψη...

Είναι όλα τόσο ρευστά στη ζωή μας. Οι εποχές έρχονται και παρέρχονται. Το τραγούδι-παραμύθι τής Ραλλούς αναφέρεται σε ένα κορίτσι. Υπήρξαν εποχές και στην χώρα μας, όπου η ζωή μιας γυναίκας ή η ζωή ενός κοριτσιού δεν είχε καμία αξία. Μπορούσες να την παίξεις στα ζάρια. Αυτό ήθελε να πει ο ποιητής Νίκος Γκάτσος όταν έγραφε τους συγκεκριμένους στίχους. Έπαιξαν ζάρια για να κερδίσουν ένα μικρό κορίτσι! Τώρα, εδώ, ισχύει το ίδιο και για το αρνάκι μας... η ζωή του δεν έχει καμία αξία, υπάρχει στον κόσμο μονάχα για να το τρώμε, να το εκμεταλλευόμαστε και να το παίζουμε στην λοταρία μήπως πιάσουμε λεφτά.

«Μα, ο Θεός έστειλε τα ζώα στον κόσμο, μονάχα για να τα τρώμε», πόσες φορές, ως παιδί, δεν άκουσα τη συγκεκριμένη φράση από τις γιαγιάδες του χωριού μας;

Όμως, αλλάζουν οι εποχές. Σε κάποιες χώρες, σήμερα, τα αρνάκια τα έχουν οι άνθρωποι στο σπίτι τους, ως κατοικίδια. Όπως εμείς, έχουμε τα σκυλάκια ή τα καναρίνια. Μα, θα 'ρθουν πάλι εποχές και στην χώρα μας, θα γυρίσουν οι καιροί, ίσως σε λίγα χρόνια από σήμερα, όπου το να σκοτώνεις ένα αρνί για να το φας ή ακόμη και να το βάλεις σε κλήρωση, θα θεωρείται ποινικό αδίκημα. Γι’ αυτό, ας είμαστε προσεκτικοί και με τις ζωές των άλλων έμψυχων όντων, εκτός του ανθρώπινου είδους. Το να φερόμαστε με ανθρωπιά και καλοσύνη σε κάθε πλάσμα ζωντανό, είναι η ηθικότερη πράξη σε οποιαδήποτε εποχή κι αν βρισκόμαστε.

Γι’ αυτό, λοιπόν, και το τραγούδι  «Η Μικρή Ραλλού»  θα ήθελα να το αφιερώσω στο αρνάκι μας που κληρώθηκε εκείνη την όμορφη νύχτα! Στην γιορτή τής Παναγιάς, Δεκαπέντε Αυγούστου του 2024, στην όμορφη εκκλησία τής Παναγίτσας του χωριού μας. Αν και το πιθανότερο είναι να μην ζει πια η Ραλλού, γιατί από τότε ίσως να έχουν γίνει πολλές ακόμη κληρώσεις στο χωριό ή απλά μπορεί το αρνάκι μας να θάφτηκε ζωντανό, λόγω των άδικων και παράλογων νόμων που επέβαλε η Κυβέρνηση στους κτηνοτρόφους, να θάβονται όλα τα ζώα ζωντανά  (ό,τι πιο απάνθρωπο!)  στα οποία βρέθηκε ένα κρούσμα του ιού της πανώλης ή της ευλογιάς ή της όποιας ασθένειας...

Κι εμείς κολλήσαμε κορωνοϊό. Γιατί δεν μάς σκότωσε κι εμάς η Κυβέρνηση και όλη την οικογένειά μας που ήρθαμε σε επαφή, όταν μολυνθήκαμε από τον ιό;  Δηλαδή το να σκοτώνεις άνθρωπο είναι έγκλημα, ενώ το να σκοτώνεις χιλιάδες αρνάκια δεν είναι; Ποιος το είπε αυτό;  Άσε που το να σκοτώσεις όλα τα ζώα κάποιου κτηνοτρόφου, ο οποίος βιοπορίζεται από αυτό, επειδή βρήκες ένα κρούσμα στο κοπάδι του είναι διπλά εγκληματικό. Δολοφονείς εκατοντάδες ζωές προβάτων, καταστρέφεις και την ζωή του βοσκού, αφήνοντάς τον δίχως το κοπάδι του, αλλά και χωρίς δουλειά για να τραφεί ο ίδιος και η οικογένειά του. Τι να πω! Με στενοχωρούν αυτές οι καταστάσεις. Τις αποφασίζουν άνθρωποι που δεν έχουν ψυχή, ούτε καρδιά. Άνθρωποι κενοί, άνθρωποι τής εξουσίας που βλέπουν μονάχα νούμερα και κουκίδες αντί για ζωές.

Ας το ονομάσω Ραλλού, λοιπόν, κι εγώ  το προβατάκι μας και ας τού αφιερώσω το ομώνυμο τραγούδι. Ονειρεύομαι να έρθει μια μέρα σε τούτη την Γη, όπου οι άνθρωποι θα αισθάνονται στην καρδιά τους τον σεβασμό που αξίζουν όλα τα ζωντανά τού πλανήτη μας, τα οποία αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο με εμάς!

Το υπέροχο τραγούδι θα το βρείτε Πατώντας Εδώ!

                  Η Μικρή Ραλλού
Σαράντα παλληκάρια στην άκρη του γιαλού
επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού
σ’ ανατολή σε δύση σε κόσμο και ντουνιά
ρωτάν ποιος θα κερδίσει την ομορφονιά.

Μικρό το καλοκαίρι μεγάλος ο καιρός
κανείς όμως δεν ξέρει ποιος θα 'ναι ο τυχερός
σαράντα παλληκάρια στην άκρη του γιαλού
επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού.

Σαράντα παλληκάρια με λιονταριού καρδιά
ερίξανε στα ζάρια μια τρελή βραδιά
ζηλεύει το φεγγάρι και στέλνει απ’ τα βουνά
τον μαύρο καβαλάρη που μας κυβερνά.

Κι ο χάροντας σαν φίδι τραβάει την κοπελιά
σ’ αγύριστο ταξίδι σ’ ανήλιαγη σπηλιά
σαράντα παλληκάρια στην άκρη του γιαλού
εχάσανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού.

     Με εκτίμηση
         κι αγάπη,
 Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

ΠαραμυθοΚΡΙΤΙΚΗ ή ΠαραμυθοΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ;

για το παραμύθι της  Δήμητρας  Β. Τσεπεντζή
«Η Χρυσόμυγα και το Στρουμπουλό Σκαθάρι»
Εικονογράφηση:  Ελευθερία Μανδάνη
Εκδόσεις  ΚΟΥΡΟΣ, 2024

Σε ένα πανέμορφο περιβόλι γεμάτο από δέντρα, λουλούδια και έντομα ζει ένα καλόψυχο μαύρο σκαθαράκι. Όμως, είναι λυπημένο καθώς αισθάνεται μοναξιά. Κανένας δεν το πλησιάζει επειδή είναι άσχημο... είναι χοντρό και κατάμαυρο, σέρνεται στη γη και δεν πετάει. Επίσης, μένει σε έναν μεγάλο σωρό από κοπριά! Ποιος θα μπορούσε, αλήθεια, να το αγαπήσει;

Μια μέρα γίνεται κάτι αναπάντεχο και το σκαθαράκι μαθαίνει πολλά για το ταξίδι της ζωής. Μαθαίνει ότι η εξωτερική ομορφιά  που τόσο πολύ ποθεί κι ονειρεύεται–  δεν είναι πάντοτε κάτι που μάς βοηθά. Κάποιες φορές, η ομορφιά μπορεί να μάς βάλει και σε μεγάλους μπελάδες!

Μέσα από το παραμύθι τής Δήμητρας, μαθαίνουμε για την εσωτερική ομορφιά, την καλοσύνη (μέσα από τις πράξεις του Μικρού Στρουμπουλού Σκαθαριού), την διαφορετικότητα, την αξία της συντροφιάς και της φιλίας. Το πόσο αξίζει, τελικά, να έχεις έναν φίλο αλλιώτικο από εσένα, γιατί μπορεί να σου δείξει μία διαφορετική ματιά της ζωής.

Τι μου αρέσει στο βιβλίο:
  • Η γραφή της Δήμητρας, οι τρυφερές και προσεγμένες λέξεις που χρησιμοποιεί για τους μικρούς αναγνώστες.
  • Οι περιγραφές της για την φύση με απίθανες λογοτεχνικές εικόνες: Η ολάνθιστη νεραντζιά, στη μέση του περιβολιού, που μοσχοβολούν τα άνθη της!
  • Οι πληροφορίες που υπάρχουν στο παραμύθι της για τα σκαθάρια και για το σκαθάρι Χρυσόμυγα, το οποίο δεν γνώριζα. Η συγγραφέας εδώ, μάλλον έχει κάνει  κι εκείνη  την δική της έρευνα προτού να γράψει την ιστορία της, όπως έκανα κι εγώ για τον  Επταποδούλη  μου. Μαθαίνουμε για τα σκαθάρια, διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στο Μικρό Στρουμπουλό Σκαθάρι και στο σκαθάρι Χρυσόμυγα.
  • Τα νοήματα και οι αξίες που εμπεριέχονται στο παραμύθι. Υμνείται η αισιόδοξη ματιά, η θετική πλευρά τής ζωής μέσα από τις δυσκολίες που περνά το Μικρό Στρουμπουλό Σκαθάρι.
  • Η εικονογράφηση με τα έντονα χρώματα, το γυαλιστερό χαρτί στο εσωτερικό τού βιβλίου και το μεγάλο του μέγεθος, όπου οι εικόνες ζωντανεύουν και προβάλλονται κι εδώ οι ομορφιές του περιβολιού και της φύσης! Βλέπουμε μία όμορφη νεραντζιά, σκαντζοχοιράκια, κουνελάκια, σαλιγκάρια, μέλισσες και λουλούδια. Το μόνο μαύρο στις εικόνες είναι το Μικρό Στρουμπουλό Σκαθάρι, που όμως έχει έντονο εκφραστικό βλέμμα όπως όλα τα προσωπάκια τα οποία πρωταγωνιστούν στην ιστορία. Μου αρέσουν τα μεγάλα εκδηλωτικά μάτια στα πρόσωπα των ηρώων με τις εκφράσεις χαράς ή λύπης, που κάθε μικρός αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους!
        Με εκτίμηση
            κι αγάπη,
    Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Το Δάκρυ Του Μικρού Αγγέλου

Ανάρτηση Για Παιδιά

Κάπου πέρα μακριά από τα σύννεφα, εκεί όπου ο ουρανός χρωματίζεται βιολετί στο γλυκοχάραμα, ζουν τα μαγικά αγγελάκια τού Άγιου Βασίλη. Τα όμορφα αυτά αγγελάκια με τα αραχνοΰφαντα φτερά και την αστρόσκονη που βγάζουν από τα σκουφιά τους, πετούν τις νύχτες επάνω από τα σπίτια των κατοίκων τής Βιολετιάς Πολιτείας** για να αφουγκραστούν… να νιώσουν τα όνειρα των παιδιών!

Έτσι, όταν κάθε παιδί ονειρεύεται, δίχως να το θέλει, μαρτυρά στα αγγελάκια τού Αγίου Βασίλη τις επιθυμίες του… τις σκέψεις και τα όνειρά του. Εκεί, τα αδιάκριτα, μα και καλόψυχα αγγελάκια, μεταφέρουν τα αιτήματα των παιδιών τής Βιολετιάς Πολιτείας στον Άγιο Βασίλη. Ο Άγιος Βασίλης δεν μοιράζει μονάχα δώρα, αλλά  αν δεν το ξέρετε– πραγματοποιεί και ευχές! Επιθυμίες βγαλμένες από τις καρδιές των παιδιών.

Τα πολύ μικρά παιδιά κάνουν τρελές ευχές όπως, για παράδειγμα, την Ευγενία που θέλει να κολυμπήσει σε ένα βαθύ ουράνιο τόξο ή την μικρή Στέλλα που θέλει ν’ αγκαλιάσει το φεγγάρι ή την Αλίκη που θέλει να βρεθεί στην παιχνιδοχώρα και να πάρει όλα τα παιχνίδια τού κόσμου στο σπίτι της.

Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά, συνήθως, εύχονται πράγματα όπως: «Μακάρι να είχε ο μπαμπάς μου περισσότερα λεφτά» ή «Μακάρι να ξαναγυρίσει η μαμά στο σπίτι».

Από ένα σημείο και μετά όταν τα παιδιά μεγαλώνουν, σταματούν να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη. Όμως, εξακολουθούν να κάνουν και πάλι όνειρα. Θέλουν να ταξιδέψουν, να κάνουν τον γύρο τού κόσμου ή να σπουδάσουν κάτι που αγαπούν πολύ, να γίνουν επιστήμονες ή αστροναύτες!

Ένας μικρός άγγελος, από τα μαγικά αγγελάκια τού Αγίου Βασίλη, ο Εφραιμήλ, κατέβηκε από την σκάλα του ουρανού και πέταξε επάνω από τις χιονισμένες στέγες των σπιτιών τής Βιολετιάς Πολιτείας. Όμως, στον δρόμο τής επιστροφής πάγωσαν τα φτερά του και τελείωσε η αστρόσκονη που είχε στο σκουφάκι του, οπότε δεν μπορούσε πια να πετάξει. Έκανε παγωνιά και η σκάλα τ’ ουρανού δεν φαινόταν πουθενά για να μπορέσει να ανέβει πάλι επάνω και να βρει το σπίτι του. Από το κρύο ο μικρός άγγελος μελάνιασε και δεν αναγνώριζε πια τα σύννεφα! Ποιο ήταν το σύννεφο που έπρεπε να πάρει; Έχασε τον δρόμο του, τον προσανατολισμό του και κόντευε να ξεπαγιάσει ανάμεσα στο σκληρό χιόνι.

Ήταν, άραγε, κανείς εκεί για να τον βοηθήσει;

Ο Γιαροσλάβ, ένας νεαρός πρόσφυγας από μια πολύ μακρινή χώρα, όπου εκεί γίνεται πόλεμος, μετακόμισε στην Βιολετιά Πολιτεία μαζί με την οικογένειά του για να γλιτώσει. Δεν πηγαίνει στο σχολείο, όπως όλα τα παιδιά. Βοηθά τους γονείς του στις δουλειές.

Κάποια στιγμή, ο Γιαροσλάβ άκουσε τον σκύλο του, τον Πόνγκο, να γαβγίζει κι έτρεξε αμέσως στην αυλή για να δει τι συμβαίνει. Είδε τον Πόνγκο να πηδά τον φράχτη! Έτρεχε ο Πόνγκο, έτρεχε ξοπίσω του κι ο Γιαροσλάβ. Το σκυλί σταματούσε για λίγο, μύριζε και μετά πάλι έτρεχε στο χιόνι χοροπηδώντας σαν παρδαλό κατσίκι. Ύστερα από λίγο, σταμάτησε κάπου κι άρχισε να σκάβει με μανία γαβγίζοντας ακόμη πιο δυνατά. Ο Γιαροσλάβ που έτρεχε ξοπίσω του φώναξε:

    – Πόνγκο, τι βρήκες;

Και καθώς πλησίασε για να δει, είδε  θαμμένο στο χιόνι–  ένα παγωμένο σκουφάκι πασπαλισμένο με λίγη αστρόσκονη.

    – Ουάου! ξεφώνισε. Αυτό είναι μαγικό! είπε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Η αστρόσκονη γυάλιζε στο φως, όμως, καθώς ο Πόνγκο συνέχιζε να σκάβει, ο Γιαροσλάβ είδε κι ένα παγωμένο χεράκι. Ο νεαρός ταράχτηκε κι άρχισε να σκάβει πιο γρήγορα από τον Πόνγκο, ώσπου αποκαλύφθηκε ο μαγικός άγγελος τού Αγίου Βασίλη μπροστά στα μάτια του! Ο άγγελος είχε παγώσει, όχι όμως και η καρδιά του. Οι καρδιές των αγγέλων δεν παγώνουν ποτέ. Μένουν πάντοτε ζεστές!

Ο Γιαροσλάβ ξέθαψε τον μικρό άγγελο από το χιόνι και τον κουβάλησε μέχρι το δωμάτιό του. Ο άγγελος, ευτυχώς, ήταν μικρός κι ελαφρύς! Έτσι, το νεαρό αγόρι μπόρεσε να φτάσει μέχρι το σπίτι του. Εκεί τον τύλιξε με μάλλινες κουβέρτες και τον αγκάλιασε με το σώμα του για να τον ζεστάνει. Ευτυχώς, η φωτιά έκαιγε στο τζάκι. Την είχαν ανάψει οι γονείς του για να κρατηθεί ζεστό το σπίτι.

Μόλις ο Γιαροσλάβ τακτοποίησε τον μικρό άγγελο, αντιλήφθηκε ότι οι γονείς του είχαν κοιμηθεί. «Μα πώς και δεν με αναζήτησαν;» αναρωτήθηκε, κι αμέσως ένιωσε ένα μελαγχολικό τσίμπημα στην καρδιά του. Γνώριζε πως οι γονείς του  όπως και ο ίδιος–  είχαν περάσει πάρα πολλές δυσκολίες, ώσπου να έρθουν και να εγκατασταθούν στην Βιολετιά Πολιτεία, τους δικαιολόγησε.

Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά, ο Πόνγκο έγλειφε τα δάχτυλα τού μικρού αγγέλου ώσπου σε λίγη ώρα, εκείνος ξύπνησε. Όταν ο άγγελος Εφραιμήλ ξύπνησε, άρχισε σιγά σιγά να ζεσταίνεται και γυάλισαν πάλι τα φανταχτερά αραχνοΰφαντα φτερά του, που από το χιόνι είχαν ταλαιπωρηθεί και ξεθωριάσει. Ο σκούφος του γυάλιζε κι αυτός από την λίγη αστρόσκονη που είχε απομείνει.

Ο Γιαροσλάβ πάλι μαγεύτηκε! Κατάφερε μονάχα να ψελλίσει:

    – Π-π-ποιος εί-εί-είσαι εσύ;

    – Είμαι ο μικρός άγγελος Εφραιμήλ.

    – Κ-κ-αι τι κ-κ-κάνεις εδώ; κόμπιασε το αγόρι.

    – Χάθηκα και πάγωσα στο χιόνι, αλλά δεν θα σου αποκαλύψω τα μυστικά μου. Θέλω μονάχα να μου πεις μία κρυφή σου επιθυμία, του είπε ο άγγελος με ζεστή φωνή.

    – Πραγματοποιείς ευχές; ρώτησε ο Γιαροσλάβ κι έμεινε πάλι με το στόμα ανοιχτό.

    – Μέχρι εκεί όπου μπορώ! Εγώ θα μεταβιβάσω την ευχή σου, αλλά εσύ θα πρέπει να Πιστέψεις για να πραγματοποιηθεί.

Ο Γιαροσλάβ είχε δει πολλά άσχημα πράγματα στην χώρα του πριν φύγει από εκεί. Είχε σταματήσει από καιρό να πιστεύει σε ευχές και θαύματα, όμως, τώρα είχε μπροστά του έναν μικρό άγγελο! Και μάλιστα με αραχνοΰφαντα φτερά. Δεν ήταν σίγουρος αν ο άγγελος πραγματοποιούσε ευχές, γιατί τού είπε: «Θα μεταβιβάσω την ευχή σου», όμως, ένιωσε πως δεν τον έπαιρνε να κάνει άλλες ερωτήσεις.

    – Λοιπόν, τι θέλεις; επέμεινε ο άγγελος.

    – Θέλω πολλά, άγγελε Εφραιμήλ! του αποκρίθηκε. Θέλω ένα καλό μέλλον για εμένα και την οικογένειά μου. Θέλω σε αυτήν την πολιτεία όλοι να μας αγκαλιάσουν, να μας αποδεχτούν, να νιώσω Ειρήνη κι Αγάπη. Θέλω να πάω στο σχολείο! Θέλω να έχω φίλους και να με αγαπούν…

Κι έλεγε ο Γιαροσλάβ, έλεγε… και δεν σταματούσε…

Τότε, αυθόρμητα, ξέφυγε από τον άγγελο ένα δάκρυ, το οποίο αμέσως πάγωσε κι αποκρυσταλλώθηκε. Έμοιαζε με μικρό διαμαντάκι!

    – Ορίστε, του είπε ο Εφραιμήλ και του έδωσε το δάκρυ. Πάρε αυτό, κι ακούμπησέ το στην καρδιά σου. Αμέσως, θα νιώσεις ζεστασιά!

Ύστερα, ο Εφραιμήλ χαμογέλασε κι αστραπιαία εξαφανίστηκε από το δωμάτιο τού Γιαροσλάβ.  Όμως, στην θέση όπου στεκόταν, εμφανίστηκε  για πολύ λίγο–  μια σκάλα από σύννεφα.

Ο Γιαροσλάβ κοίταζε αποσβολωμένος το κρυσταλλένιο δάκρυ κι αναρωτιόταν: «Τώρα αυτό που μόλις έγινε, ήταν όνειρο ή πραγματικότητα; Το έζησα στ’ αλήθεια ή μήπως το ονειρεύτηκα;»

Κράτησε το πολύτιμο διαμαντάκι στην χούφτα του για λίγο, ως απόδειξη, και ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένιωσε δυνατή πίστη και τοποθέτησε το δάκρυ επάνω στην καρδιά του. Αμέσως, τον πλημμύρισαν όλα όσα είχε ευχηθεί! Ειρήνη,  Αγάπη,  Γαλήνη,  Ζεστασιά,  Αποδοχή…

Την επόμενη μέρα, όταν ο Γιαροσλάβ ξύπνησε, όλα ήταν διαφορετικά! Τα συναισθήματά του είχαν αλλάξει. Ο ίδιος είχε αλλάξει. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά όλοι και όλα τού φαίνονταν καλύτερα. Οι γονείς του χαμογελούσαν περισσότερο. Όλοι στην Βιολετιά Πολιτεία** τού χαμογελούσαν και ήταν πιο φιλικοί μαζί του.

Πέρασε τα πιο όμορφα και μαγικά Χριστούγεννα μέσα σε μία ζεστή αγκαλιά! Μαζί με μια μεγάλη παρέα στο σπίτι του, με τους γονείς του και τους γείτονες. Όμως, ο Γιαροσλάβ συνεχώς μέσα του αναρωτιόταν: «Το διαμαντάκι από το δάκρυ τού μικρού αγγέλου ήταν εκείνο που τα άλλαξε όλα; Εκείνο έκανε το θαύμα ή μήπως ήταν η καρδιά μου που τα είδε όλα κάπως… λίγο διαφορετικά; Λίγο πιο όμορφα; Λίγο πιο φωτεινά;»

Τι από τα δύο να είχε συμβεί;

Καθώς κοίταξε έξω από το παράθυρο, είδε  ή έτσι τού φάνηκε;–  μια σκάλα από σύννεφα.

«Εντάξει, ίσως να βοήθησε και λιγάκι ο άγγελος» σκέφτηκε και χαμογέλασε!


 **Η Βιολετιά Πολιτεία λέγεται έτσι, επειδή κατά το δειλινό, ο ουρανός παίρνει ένα βιολετί χρώμα  όπως ένα λιβάδι με μοβ παπαρούνες–  λίγο πριν σκοτεινιάσει. Το χρώμα αυτό διαρκεί για πολλή ώρα στον ουρανό. Περισσότερο από ένα κοινό ηλιοβασίλεμα. Το ίδιο συμβαίνει και την ανατολή.

         Με εκτίμηση
            κι αγάπη,
   Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Τα Γυαλιά Οράσεως Του Δόκτορος Χαρχαλιά!

Ανάρτηση Για Μεγάλους
Το παρόν κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, ονόματα, καταστάσεις και γεγονότα είναι απολύτως συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Στην μέση του δρόμου είναι πεσμένο ένα μικροσκοπικό χαλικάκι. Είναι ασήμαντο. Κάνεις δεν το προσέχει. Περαστικοί το κλωτσούν καμιά φορά καθώς περπατούν για να πάνε στις δουλειές τους. Αυτοκίνητα περνούν και το πατάνε ή καροτσάκια με μωρά, που τα τραβούν υστερικές μητέρες που όλο τρέχουν και ποτέ δεν προλαβαίνουν. Το χαλικάκι, όμως, πάντα εκεί περνά απαρατήρητο…

    «Ουφ!» αναστενάζει και συλλογιέται την μοναξιά του.

Ξαφνικά, ακούγεται ένα απότομο φρενάρισμα αυτοκινήτου, ύστερα ένα πνιχτό ουρλιαχτό, «Βοήθειααααα!» και μετά πέφτει από τον ουρανό ένα ζευγάρι γυαλιών που σπάνε αμέσως μόλις ακουμπήσουν στην άσφαλτο, εκεί στην μέση του δρόμου. Οι φακοί του γίνονται χίλια κομμάτια! Ο σκελετός από τα γυαλιά σπάει κι αυτός.

Όλα συνέβησαν, ακριβώς, δίπλα από το χαλικάκι. Εκείνο έντρομο προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε, όταν βλέπει ένα μαύρο αυτοκίνητο να πατά γκάζι και να φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αφήνοντας ίχνη στην άσφαλτο από τις μεγάλες ρόδες του.

Το χαλικάκι σοκάρεται. Όμως, ύστερα από λίγο, ακούει ένα χαμηλό κλάμα που προφανώς προέρχεται από τον σκελετό των γυαλιών.

    – Τι σου συμβαίνει; ρωτά το χαλικάκι.

Ήταν ευχαριστημένο από την μία που βρήκε κάποιον να μιλήσει, αλλά πολύ στενοχωρημένο για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο σκελετός με τα γυαλιά.

    – Αχ! αναστενάζει ο σκελετός γυαλιών.

    – Ξέρεις… λέει το χαλικάκι, εγώ είμαι εδώ μόνο μου για πολύ καιρό. Κανείς δεν με βλέπει. Δεν έχω κανέναν για να μιλήσω. Και ξαφνικά ήρθες εσύ κι έπεσες από τον ουρανό! Λυπάμαι που έσπασες… και οι φακοί σου έγιναν μικρά κομμάτια σαν κι εμένα.

    – Αν ήξερες, τι έχουν δει αυτοί οι φακοί, χαλικάκι! Αααχ… αν ήξερες, τι έχουν δει τα μάτια τους… τα μάτια των φακών μου. Κι εγώ τώρα που έσπασα, κανείς δεν θα θέλει πια να με χρησιμοποιήσει, είπε με παράπονο ο σκελετός γυαλιών.

    – Πες μου την ιστορία σου αν θέλεις, τον ενθάρρυνε το χαλικάκι. Εγώ κάθομαι εδώ αμίλητο για καιρό και παρατηρώ όσους περνούν. Θα ήθελα να μάθω για σένα.

    – Δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ! Κάποιες πληροφορίες που ξέρω, είναι απόρρητες και άκρως εμπιστευτικές…

    – ΔΔΔεν θα μιλήσω σε κανέναν! κόμπιασε το χαλικάκι, επειδή θυμήθηκε τον ήχο που έκαναν οι ρόδες του μαύρου αυτοκινήτου στην μέση του δρόμου και τρομοκρατήθηκε ξανά.

    – Κι αν μιλήσεις… δεν με ενδιαφέρει πια. Θέλω να τα πω, να ξεσπάσω. Δεν αντέχω άλλο… Κάποτε, ήμουν ένα ακριβό ζευγάρι γυαλιών πρεσβυωπίας δευτέρου βαθμού. Και είχα στρογγυλοκαθίσει επάνω στην μύτη του δόκτορος Χαρχαλιά!

    – Ποιος είναι πάλι αυτός; Ο Χαρ… Χαρχ… πώς τον είπες;

    – Δόκτωρ Χαρχαλιάς! Δυστυχώς, είναι ο κορυφαίος γιατρός κι επιστήμονας, ο οποίος δημιούργησε τον κολλυβοϊό. Για χρόνια ολόκληρα ήταν κλεισμένος στο μυστικό του εργαστήριο, που βρισκόταν καλά κρυμμένο κάπου στην πόλη Γιουχουχάν της Κίνας και δούλευε αθόρυβα με άκρα μυστικότητα. Προσπαθούσε να απομονώσει γονίδια από νυχτερίδες για να δημιουργήσει τον πιο ανθεκτικό ιό στον κόσμο. Ξέρεις, χαλικάκι μου, πόσες φορές άκουσα τον δόκτορα Χαρχαλιά να τρίβει τα χέρια του και να ξεφωνίζει:

«Χα χα χα… εφηύρα τον κολλυβοϊό. Σύντομα θα φάτε όλοι σας, κόλλυβα! Από εμένα, τον δόκτορα Χαρχαλιά!»

Αυτό συνέβαινε κάθε φορά που ο δόκτωρ νόμιζε πως είχε ανακαλύψει τον ιό. Όμως, σύντομα καταλάβαινε ότι το πείραμα δεν είχε πετύχει και τότε προσπαθούσε και πάλι από την αρχή. Δούλευε έτσι για πολλά χρόνια, κλεισμένος μέσα στο μυστικό του εργαστήριο. Σπανίως έβγαινε για να δει την οικογένειά του. Και πάντοτε υπό αυστηρή παρακολούθηση. Πληρωνόταν αδρά από την κινεζική Κυβέρνηση και φυσικά δεν είχαν αποκαλύψει στον δόκτορα Χαρχαλιά τον λόγο για τον οποίο ήθελαν οι κινέζοι πράκτορες τής Κυβερνήσεως να εφεύρουν αυτόν τον ιό. Υπήρχαν απόρρητα έγγραφα που εξηγούσαν όλα τα σχέδια της κινεζικής Κυβέρνησης όμως, ο ίδιος ο δόκτωρ Χαρχαλιάς δεν τα είχε διαβάσει ποτέ!

    – Γιατί; ρώτησε το χαλικάκι.

    – Όπως σου είπα, χαλικάκι μου, τα έγγραφα αυτά ήταν απόρρητα. Απαγορευόταν και να τα πλησιάσει κανείς! Δεν γνωρίζω αν τα έγγραφα υπάρχουν ακόμη, αλλά ξέρω ότι εκείνο τον καιρό φρουρούνταν από τις αρχές της Κίνας 24 ώρες το 24ωρο. Επίσης, ο δόκτωρ είχε υπογράψει ένα δεσμευτικό συμβόλαιο εχεμύθειας. Ότι δεν θα αποκαλύψει ποτέ και σε κανέναν (ούτε στην οικογένειά του) οτιδήποτε σχετικό με τα πειράματά του, το εργαστήριο και τις έρευνές του! Ακόμη και ο βοηθός του δόκτορος, ο Κινέζος Κόδρας, είχε υπογράψει κι εκείνος εμπιστευτικό συμβόλαιο εχεμύθειας με τις κινεζικές αρχές. Έτσι, τους κρατούσαν στο χέρι για πολλά χρόνια πριν ξεσπάσει η πανδημία στους ανθρώπους. Και να το ήθελαν, κανείς από τους δύο δεν θα μπορούσε να μιλήσει…

Που λες, χαλικάκι μου, ένα συνηθισμένο απόγευμα, ενώ καθόμουν νυσταγμένο επάνω στην μύτη του δόκτορος, τον ένιωσα να χοροπηδάει και να ξεφωνίζει με όλη του την δύναμη: «Εύρηκα! Εύρηκα!» και τότε κατάλαβα ότι  επιτέλους  είχε καταφέρει να δημιουργήσει τον πιο ανθεκτικό ιό στον κόσμο. Τον κολλυβοϊό! Νόμιζα τότε πως ευτυχώς, τα βάσανά μας θα τελείωναν. Ο δόκτωρ θα απεγκλωβιζόταν από το συμβόλαιό του κι έτσι, θα ξανακερδίζαμε και πάλι πίσω την ζωή μας. Θα γυρνούσαμε στο σπιτάκι μας και όλα θα ήταν όπως πριν. Όμως, αλίμονο… Τότε ήταν που άρχισαν τα πραγματικά μας βάσανα… Όλες οι συμφορές μαζεμένες! Κάποιοι στην πόλη Γιουχουχάν αρρώστησαν από κολλυβοϊό. Αρχικά παρέλυσε όλη η πόλη, κι αργότερα, ολόκληρη η Κίνα! Κάποιοι διέσπειραν τον ιό  δεν γνωρίζω να στο πω με σιγουριά  όμως, υποπτεύομαι πως ήταν μυστικοί πράκτορες της κινεζικής Κυβέρνησης. Εξαιτίας τους, ο κολλυβοϊός εξαπλώθηκε. Από εκεί και μετά, οι κινεζικές αρχές προσπάθησαν να κουκουλώσουν το γεγονός, έτσι ώστε να μην πάρει χαμπάρι ο κόσμος για το μυστικό τους εργαστήριο και τον δόκτορα Χαρχαλιά, όμως, ό,τι κι αν έκαναν, φήμες ξεφύτρωναν από παντού! Για μήνες ολόκληρους η Κίνα απαγόρευε σε δημοσιογράφους να μεταδίδουν ειδήσεις σχετικά με τον κολλυβοϊό ή να κάνουν ρεπορτάζ στην πόλη Γιουχουχάν από όπου ξεκίνησαν όλα. Όσοι δημοσιογράφοι δεν υπάκουσαν στις εντολές, συνελήφθησαν από τις αρχές. Κάποιοι φυλακίστηκαν, ενώ άλλοι πέθαναν μυστηριωδώς. Μάλιστα, ένας οδοντίατρος στην πόλη Γιουχουχάν, ο οποίος μολύνθηκε από τον ιό, προσπάθησε να προειδοποιήσει τους συναδέλφους του (μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων) μιλώντας ανοιχτά για την επικινδυνότητα του κολλυβοϊού και για τα μέτρα που έπρεπε να πάρουν, ώστε να προστατευτούν. Όμως, συνελήφθη κι αυτός από τις κινεζικές αρχές και τελικά, πέθανε απομονωμένος σε καραντίνα στο νοσοκομείο της πόλης, δίχως καμία επικοινωνία με τους δικούς του ανθρώπους… κι αποτέφρωσαν το σώμα του πριν να ενημερώσουν την οικογένειά του.

    – Μα… Γιατί;

    – Αυτό δεν το γνωρίζω, χαλικάκι. Υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από αυτό. Όταν όμως, ο ιός εξαπλώθηκε κι εκτός Κίνας, τότε ήταν που έγινε ο μεγάλος χαμός…

    – Δηλαδή; Τι έγινε;

    – Μα καλά! Εσύ χαμπάρι δεν πήρες, χαλικάκι μου; Για να μην σου τα πολυλογώ… όταν ο κολλυβοϊός εξαπλώθηκε και σε άλλες χώρες, τότε μπήκαν στο παιχνίδι κι άλλοι οργανισμοί.

    – Τι οργανισμοί;

    – Διεθνείς οργανισμοί με πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Όπως για παράδειγμα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υστερίας, ο Π.Ο.Υ.!  Την περίοδο που ο κολλυβοϊός ήταν σε έξαρση, ο Π.Ο.Υ. είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Να μεταδώσει την Υστερία και τον Πανικό σε όλους τους ανθρώπους της Γης!  Και το κατάφερε. Τους τρομοκράτησε, σχεδόν όλους, με την βοήθεια των Μέσων Μαζικής Εξημέρωσης, των Μ.Μ.Ε. και όλοι συμμορφώθηκαν με τα νέα μέτρα που επέβαλε η Κυβέρνηση τής εκάστοτε χώρας.

    – Και μετά; Τι έγινε μετά; κραύγασε το χαλικάκι όλο αγωνία.

    – Ε, μετά… έγινε χαμός στην Κίνα, και όχι μονάχα εκεί! Σε κάποιες χώρες σκότωναν εν ψυχρώ τους ανθρώπους που έβγαιναν στον δρόμο. Επέβαλαν περιορισμό στους πολίτες, επέβαλαν εμβολιασμούς, απαγορεύσεις, πρόστιμα. Όσο για την Ελλάδα… έφεραν, τελικά, τον δόκτορα Χαρχαλιά, από την Κίνα στην Αθήνα με σκοπό να ενημερώνει καθημερινά από την τηλεόραση τους Έλληνες πολίτες, σχετικά με τον κολλυβοϊό. Κάθε μέρα όλοι οι Έλληνες είτε το ήθελαν είτε όχι, ήταν υποχρεωμένοι να ακούνε τον δόκτορα Χαρχαλιά και τον βοηθό του, τον Κινέζο Κόδρα, να μετρούν κόλλυβα στις ειδήσεις. Ποιος ξέρει; Ίσως για να προλάβουν οι καημένοι να ετοιμάσουν τα κόλλυβά τους, πριν τα κακαρώσουν με όλες αυτές τις ασχήμιες τού ελληνικού κράτους. Πόσα να αντέξουν πια, κι αυτοί οι κατακαημένοι, οι Έλληνες πολίτες;

Το χειρότερο όμως, χαλικάκι, από όλα όσα έκαναν, ήταν η χειραγώγηση μέσω του φόβου! Σε αυτή την προσπάθεια στην χώρα μας, συνέβαλε πολύ και ο  Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υστερίας, ο  Ε.Ο.Δ.Υ., ο οποίος είχε κι εκείνος ως μόνο στόχο (ακριβώς όπως και ο  Π.Ο.Υ.) να μεταδώσει την Υστερία και τον Πανικό σε όλους τους Έλληνες τής χώρας.

    – Και τα κατάφερε;

    – Αν τα κατάφερε, λέει; Τα κατάφεραν όλοι μαζί!  Ο  Ε.Ο.Δ.Υ. και ο  Π.Ο.Υ μαζί με τα  Μ.Μ.Ε., τον δόκτορα Χαρχαλιά, αλλά και την ελληνική Κυβέρνηση, τα κατάφεραν τόσο καλά, ώστε οι Έλληνες πολίτες να μην μιλούν, να μην αντιδρούν και να μην φωνάζουν ενάντια στα νέα μέτρα της ελληνικής Κυβερνήσεως. Αλλά να δεχτούν αθόρυβα και πρόθυμα την νέα τάξη πραγμάτων! Παράλληλα συνέστησαν σε όλους τους Έλληνες να απομονωθούν. Να μην βγαίνουν από τα σπίτια τους. Να μην αγγίζονται μεταξύ τους. Να μην διασκεδάζουν. Συνέστησαν στους γονείς να μην αγκαλιάζουν τα παιδιά τους. Συνέστησαν σε όλους να εμβολιαστούν με εμβόλια, τα οποία δεν ήταν δοκιμασμένα και είχαν άγνωστες παρενέργειες για τον ανθρώπινο οργανισμό. Συνέστησαν, ακόμη, στους πολίτες να μην γελούν και να μην μιλούν, γιατί έτσι θα μετέδιδαν τον κολλυβοϊό. Επέβαλαν στον ελληνικό λαό να φορά πάντοτε ένα φίμωτρο στο στόμα (οι ειδικοί το ονόμασαν μάσκα) που εμπόδιζε τους ανθρώπους να πάρουν ανάσα ακόμη και στους εξωτερικούς χώρους. Επίσης, συνέστησαν να μην κυκλοφορούν οι Έλληνες πολίτες έξω την νύχτα, επειδή οι επιστήμονες ανακάλυψαν πως ο κολλυβοϊός είναι νυχτερινός τύπος και κυκλοφορεί ελεύθερος τα βράδια. Γι’ αυτό κάθε βράδυ απαγορεύτηκε η κυκλοφορία κι έκλεισαν όλα τα νυχτερινά μαγαζιά. Άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Επίσης, απαγόρευσαν και την μουσική. Επειδή, οι επιστήμονες τελικά, ύστερα από έρευνες που έκαναν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο κολλυβοϊός, εκτός των άλλων, είναι και χορευταράς! Του αρέσει λέει, πολύ να χορεύει! Έτσι, με την μουσική μεταδίδεται περισσότερο. Γι’ αυτό απαγόρευσαν την μουσική. Κατάλαβες, χαλικάκι μου;

    – Ακούγονται παρανοϊκά όλα αυτά! ούρλιαξε το χαλικάκι κοντεύοντας να σκάσει. Πώς βοήθησαν όλες αυτές οι βλακείες τους Έλληνες πολίτες να μην κολλήσουν κολλυβοϊό;

    – Δεν ξέρω! Για κάποια χρόνια στην Ελλάδα κάθε χειμώνα έκλειναν τα πάντα και κάθε καλοκαίρι άνοιγαν όλες τις επιχειρήσεις. Ενώ τον χειμώνα έκλειναν τα σχολεία, τα εστιατόρια κι όλα τα καταστήματα (εκτός των σούπερ μάρκετ), το καλοκαίρι άνοιγαν όλα! Τα κέντρα διασκεδάσεως, τα ξενοδοχεία, οι καφετέριες, οι κινηματογράφοι. Είπαν πως το έκαναν αυτό για τους τουρίστες. Τα ταξιδιωτικά πρακτορεία έφερναν στην χώρα μας τουρίστες, όμως, κάποιοι από αυτούς είχαν μολυνθεί από κολλυβοϊό. Έρχονταν για διακοπές στην Ελλάδα και τους έβαζαν αμέσως, υποτίθεται, σε καραντίνα!  Ώσπου, κάποια στιγμή, επειδή έτσι απλά κάποιος το αποφάσισε, ο κολλυβοϊός μετατράπηκε σε ένα κοινό κρυολόγημα. Κι έτσι, ξαφνικά, σταμάτησαν όλα! Οι απαγορεύσεις, τα εμβόλια, οι μάσκες και τα πρόστιμα… Τα ψυχικά τραύματα, όμως, που προκάλεσαν στους ανθρώπους με την απομόνωση, τον φόβο αλλά και τους θανάτους, λόγω των μη δοκιμασμένων εμβολίων, πες μου χαλικάκι, όλα αυτά ποιος θα τα πληρώσει; Για όλα αυτά, δεν μιλά πια κανείς! Και τώρα, διέλυσαν και την Δημόσια Υγεία… Πάντα την πληρώνουν οι αθώοι πολίτες, αναστατώθηκε ο σκελετός γυαλιών.

    – Αχ, πόσα ν' αντέξει πια κι αυτός ο έρμος, ο Έλληνας πολίτης; ξεφώνισε αγανακτισμένο και το χαλικάκι.

    – Ώσπου μια μέρα εγώ κι ο δόκτωρ Χαρχαλιάς, συνέχισε πάλι να διηγείται ο σκελετός των γυαλιών, ενώ βρισκόμασταν πλέον μόνιμα στην Ελλάδα με όλες αυτές τις συμφορές κι ο δόκτορας περπατούσε ανέμελος στον δρόμο, τρεις μυστήριοι τύποι με κουκούλες και δερμάτινα μπουφάν, τον περικύκλωσαν στην μέση του δρόμου, τον άρπαξαν και τον έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο, το οποίο γκάζωσε κι εξαφανίστηκε με πολλή μεγάλη ταχύτητα. Ο δόκτωρ προσπάθησε να φωνάξει, όμως, τού έκλεισαν βίαια το στόμα. Έτσι, βγήκε μονάχα μία πνιχτή κραυγή από τα χείλη του, κάτι σαν «Βοήθειααααα!» αλλά κανείς δεν τον άκουσε, παρά μονάχα εγώ…

    – Όχι, τον άκουσα κι εγώ! σχολίασε το χαλικάκι.

    – Ε, τότε ήταν που εγώ έπεσα κάτω, παραπονέθηκε ο σκελετός γυαλιών, πόνεσα κι έσπασα πέφτοντας από την μύτη του δόκτορος Χαρχαλιά και χτυπώντας στην άσφαλτο…

    – Ε, τότε ήταν που κι εγώ, βρήκα επιτέλους κάποιον για να μιλήσω! τον διέκοψε αυθόρμητα το χαλικάκι και γεμάτο ενθουσιασμό.


Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, καταστάσεις  ή  γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

     Με εκτίμηση
        κι αγάπη,
 Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

Το Ομορφότερο Δώρο Χριστουγέννων!

Ανάρτηση Για Παιδιά

Είχε πουλήσει και το τελευταίο λαχείο. Με κόπο κατάφερε να μαζέψει λίγα χρήματα και ήταν τα τελευταία του. Σκέφτηκε να αγοράσει μερικά πακέτα τσιγάρα, ώστε να έχει μέχρι να ξαναβρεί χρήματα. Είχε μέρες να καπνίσει γιατί περίμενε να μαζέψει χρήματα από τα λαχεία. Κι ένιωθε να στερείται τον καπνό.

Έστριψε από ένα μικρό στενό και κατευθύνθηκε προς την λεωφόρο Καλοκαιρινού, πηγαίνοντας για το ξακουστό Μίνι Μάρκετ. Ο κύριος Ρούσσος τακτοποιούσε κάτι πράγματα στα ράφια. Το μαγαζί ήταν του γιου του, όμως, δούλευε κι εκείνος κάποιες ώρες εκεί για να βοηθήσει. Μόλις είδε τον κυρ Παναγιώτη με τα λαχεία, τον χαιρέτησε καλοσυνάτα.

    – Τι κάνεις κυρ Παναγιώτη μου; Πούλησες τα λαχεία σου;

    – Μόλις κατάφερα να πουλήσω το τελευταίο... κάθε χρονιά, όλο και πιο δύσκολα τα βγάζω πέρα. Και φέτος ήταν η πιο δύσκολη χρονιά από όλες. Δόξα τον Θεό όμως, είμαι καλά και ήρθα να αγοράσω τα τσιγάρα μου για να περάσω τις δύσκολες μέρες. Λοιπόν, τέσσερα πακέτα τσιγάρα για τις δύσκολες μέρες!

    – Πάρε τα τσιγάρα σου, κυρ Παναγιώτη. Να είσαι πάντα καλά! του ευχήθηκε ο Ρούσσος, δίνοντάς του τα πακέτα.

Εκείνη την ώρα ήρθε στο μαγαζί ο Γιώργος, ο Αλβανός. Δεν είχε χρήματα επάνω του. Κι ούτε λαχεία για να πουλήσει. Δεν είχε οικογένεια, ούτε σπίτι. Είχε όμως γενναιόδωρη ψυχή. Γεννήθηκε στην Αλβανία. Ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν δεκατριών χρονών. Το όνομά του ήταν αλβανικό, αλλά ο ίδιος συστηνόταν πάντα ως Γιώργος. Είχε στερηθεί πολλά, όμως, ήταν πάντα με το χαμόγελο και την καρδιά γεμάτη καλοσύνη.

Ο Γιώργος βοηθούσε όλο τον κόσμο κάνοντας θελήματα δίχως να ζητά ανταλλάγματα. Καθένας τού έδινε ό,τι ήθελε. Κάποιοι τού έδιναν χρήματα για τα θελήματα που έκανε, ενώ κάποιοι άλλοι φαγητό. Έτσι, εξασφάλιζε ένα πιάτο την ημέρα. Μπορούσε να βοηθάει και να αγαπάει όλους τους ανθρώπους.

Ο λαχειοπώλης συγκινήθηκε βλέποντας τον Γιώργο να μην έχει τσιγάρα. Αναρωτήθηκε μέσα του: "Πόσες φορές δεν έχω ξεμείνει κι εγώ από καπνό; Είναι σκληρό να μην έχεις ένα τσιγάρο να καπνίσεις. Δε βαριέσαι..." σκέφτηκε κι αυτόματα έδωσε στον Γιώργο το ένα πακέτο τσιγάρα, από τα τέσσερα που είχε αγοράσει.

Ο Γιώργος τον ευχαρίστησε και του είπε ότι δεν θέλει να τού στερήσει τα τσιγάρα κι ότι είχε λίγα για να καπνίσει.

    – Πάρ' το, είναι δώρο Χριστουγέννων! επέμεινε ο κυρ Παναγιώτης κι έφυγε, αφήνοντάς του το πακέτο.

Λίγο αργότερα πέρασε από το Μίνι Μάρκετ ένας άλλος φίλος και ζήτησε από τον Γιώργο τράκα ένα τσιγάρο, γιατί ήταν κι εκείνος άφραγκος. Τότε, ο Γιώργος έχοντας στο μυαλό του την πράξη του κυρ Παναγιώτη τού χάρισε ολόκληρο το πακέτο.

    – Πάρ' το, είναι δώρο Χριστουγέννων! είπε κι έφυγε βιαστικά.

Ο Ρούσσος κάθε πρωί ερχόταν στο μαγαζί. Τόσα χρόνια η ίδια πάντα ρουτίνα. Είχε γνωρίσει ανθρώπους. Είχε ζήσει πολλά, όμως, πρώτη φορά αισθανόταν κάτι τόσο μαγικό. Για πρώτη φορά στην ζωή του ένιωσε ότι τα Χριστούγεννα είναι πραγματικά ημέρες  Αγάπης, Ανθρωπιάς και Καλοσύνης!  Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ήταν ότι αυτό το ένιωσε από ανθρώπους που είναι εντελώς απλοί. Δεν έχουν το παραμικρό εισόδημα, ούτε λεφτά στην τσέπη τους για να πάρουν τσιγάρα. Έχουν, όμως, τέτοιο περίσσευμα αγάπης μέσα τους, που δίνουν μέχρι και το τελευταίο τους πακέτο. «Υπάρχει πιο αξιέπαινη πράξη από αυτήν;» αναρωτήθηκε μέσα του. Δύσκολα πια, μπορούσε να κρύψει την συγκίνησή του.


Και είναι αλήθεια τόσο υπέροχο δώρο, σε έναν τέτοιο κόσμο, μια τέτοια Ελλάδα όπου επικρατεί χάος, απληστία κι εκμετάλλευση να υπάρχουν άνθρωποι με τόση μεγαλοψυχία που ενώ στερούνται τα βασικά αγαθά οι ίδιοι, ενώ δεν έχουν φαγητό να φάνε ή ένα τσιγάρο για να καπνίσουν, να δίνουν και το τελευταίο τους πακέτο, ώστε να μην το στερείται κάποιος άλλος. Υπάρχουν πιο αξιοθαύμαστες και Μεγαλόπρεπες Ψυχές από αυτές; Υπάρχει ομορφότερο δώρο Χριστουγέννων; Τέτοιοι άνθρωποι κάνουν τον κόσμο μας τόσο υπέροχο!

Την ιστορία αυτή, την διηγήθηκε ο νονός μου κι εγώ την έγραψα ξανά με έναν δικό μου τρόπο. Οι διάλογοι περιέχουν και φανταστικά στοιχεία, ωστόσο οι πράξεις των ανθρώπων είναι πέρα για πέρα αληθινές!

       Με εκτίμηση
          κι αγάπη,
  Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Σχετικά Με Τον Επταποδούλη

Ο Επταποδούλης είναι ένα ολοκληρωμένο παραμύθι, το οποίο συνέγραψα το 2006. Από το έτος 2007 που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό ως θεατρικό έργο (στο δημοτικό σχολείο όπου πήγαινα μικρή) το δουλεύω σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς και νηπιαγωγούς. Κάνουμε διάφορα θεατρικά παιχνίδια με σκοπό να μοιραστώ τις εμπειρίες μου με τους μαθητές. Κι εγώ στο σχολείο είχα βιώσει κάποια ήπια μορφή βίας. Έτσι, μέσα από το έργο μου, έχω την ευκαιρία να περάσω τα μηνύματά μου σε γονείς και μαθητές.

Επίσης, Ο Επταποδούλης από το 2013 έως το 2015 συμμετείχε στις δράσεις ενάντια στον Σχολικό Εκφοβισμό που διοργάνωσε η Ομάδα Βιβλίου του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, σε συνεργασία με το ΚΕΣΑΝ - Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας. Στόχος τής δράσης ήταν εννέα συγγραφείς (ανάμεσά τους κι εγώ) να ξεκινήσουμε μια ιστορία που να αφορά την Βία και τον Σχολικό Εκφοβισμό, με σκοπό να δώσουν την λύση για τους ήρωές μας τα ίδια τα παιδιά. Το απόσπασμα του  Επταποδούλη  μου, που έχω αναρτήσει σε αυτό το ιστολόγιο, συμμετείχε με επιτυχία στην δράση αυτήν!

Όταν έγραφα τον Επταποδούλη σκεφτόμουν ότι θα ήθελα μέσα από το έργο μου, να αφήσω μηνύματα στους γονείς και ιδιαίτερα σ' εκείνους τους γονείς, οι οποίοι έχουν παιδιά με ειδικές ανάγκες. Τα παιδιά αυτά χρειάζονται περισσότερο στήριξη και ενθάρρυνση για να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση. Γι' αυτό και ο τίτλος που είχα δώσει αρχικά στο παραμύθι μου ήταν «Μαθήματα Αυτοπεποίθησης». Μαθήματα Αυτοπεποίθησης κάνει η Μαμά Χταποδίνα στον γιο της, ώστε να τον δυναμώσει συναισθηματικά για να μην μπορεί κανένας να τον πληγώσει. Αυτή για εμένα ήταν η καλύτερη λύση που έδωσα για τον ήρωά μου, τον Επταποδούλη στο έργο μου. Αυτό είναι και το σημαντικότερο που οφείλουν να κάνουν όλοι οι γονείς για τα παιδιά τους, ώστε να γίνουν ευτυχισμένα. Να τούς διδάξουν πόσο πολύ αξίζουν!

       Με εκτίμηση
          κι αγάπη,
  Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Ο Επταποδούλης

Ανάρτηση Για Παιδιά

Αν θέλεις συνέχισε την ιστορία...

«Γεια σας! Με λένε Επταποδούλη. Είμαι ένα μωρό χταποδάκι. Βγήκα από το αβγό μου πριν από λίγες μέρες. Η μαμά έκανε τα αβγά της κάπου κοντά στις ακτές της Θάσου. Όλα τα αδελφάκια μου βγήκαν γρήγορα από τα αβγά τους. Μόνο εγώ έκανα τόσο καιρό να βγω και ανησύχησα τη μαμά. Και δεν ήταν μονάχα αυτό… γεννήθηκα μόνο με επτά ποδαράκια και όχι με οχτώ, όπως τα αδέλφια μου. Δεν ξέρω γιατί. Η μαμά λέει πως είμαι μοναδικός. Εγώ δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι η μαμά με αγαπάει πολύ. Τόσο πολύ που αποφάσισε να ζήσει μονάχα για μένα! Γιατί ξέχασα να σας πω... όλες οι άλλες χταποδίνες μαμάδες πεθαίνουν μόλις βγουν όλα τα μωρά χταποδάκια από τα αβγά τους. Σήμερα θα πάω για πρώτη μέρα στο σχολείο. Θα μάθουμε τι πρέπει να προσέχουμε στον βυθό της θάλασσας και πώς να μην μας ξεγελούν οι πονηροί ψαράδες».

    – Μαμά, φεύγω για το σχολείο. Γεια σου! φώναξε ο Επταποδούλης.

    – Στο καλό, μωρό μου! απάντησε η μαμά, περήφανη για τον μικρό της.

Έτσι ο μικρός Επταποδούλης ξεκίνησε για το σχολείο. Εκεί είδε πολλά χταποδάκια, άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα από αυτόν. Γρήγορα όμως, κατάλαβε ότι δεν τον συμπαθούσαν και πολύ οι συμμαθητές του. Εκείνη την ημέρα κατάλαβε τι σημαίνει το να είσαι διαφορετικός! Άκουσε την καινούργια του δασκάλα να λέει:

    – Λοιπόν, παιδιά, οι μεγαλύτεροι εχθροί μας είναι τα μεγάλα σαλάχια, οι φώκιες και ο άνθρωπος! Πρέπει να προσέχουμε τους ανθρώπους, περισσότερο από τα μεγάλα ψάρια. Αν λοιπόν, δούμε έναν άνθρωπο μπροστά μας με στολή και μάσκα, τι κάνουμε; Σπίθα, πες μας εσύ, είπε στον Σπίθα που είχε σηκώσει πρώτος το πλοκάμι του.

    – Φεύγουμε γρήγορα! Εξαφανιζόμαστε όσο πιο γρήγορα μπορούμε! απάντησε ο Σπίθας.

    – Όχι λάθος, απάντησε η δασκάλα. Οι άνθρωποι έχουν ένα πολύ επικίνδυνο όπλο. Λέγεται ψαροντούφεκο. Μπορεί να μας χτυπήσουν με αυτό και να μην προλάβουμε να φύγουμε. Εσύ, Μουρίτσα; Μήπως ξέρεις να μας πεις;

    – Εεε… Αλλάζουμε χρώμα για να μην μας δει;

    – Σωστά! Αν ο άνθρωπος δεν μας έχει δει. Αν όμως μάς έχει δει; Επταποδούλη, τι κάνουμε;

    Ρίχνουμε μελάνι και θολώνουμε τα νερά. Μετά κρυβόμαστε μέσα στην πιο κοντινή ρωγμή ενός βράχου. Απάντησε ο Επταποδούλης, αφού το σκέφτηκε λιγάκι.

    – Μπράβο! επιβράβευσε η δασκάλα.

    – Μίλησε και ο κουτσός! ψιθύρισε ο Σπίθας.

    – Το μάθημά μας τελείωσε για σήμερα. Βγείτε σιγά σιγά όλοι έξω από το σχολείο κι ελάτε αύριο την ίδια πάλι ώρα.

Βγαίνοντας έξω ο Επταποδούλης θέλησε να κάνει νέους φίλους.

    – Γεια σου, Μουρίτσα! είπε ο Επταποδούλης.

    – Γεια σου και σέν...! δεν πρόλαβε να πει ο Μουρίτσας και μπήκε στην μέσα ο Σπίθας.

    – Ε!ε!  Τι κάνεις εκεί; Μιλάς στον κουτσό; Πάμε γρήγορα να φύγουμε! είπε ο Σπίθας, πήρε μαζί του τον Μουρίτσα κι έφυγαν.

    – Μα, γιατί;  Τι του έκανα; αναρωτήθηκε ο Επταποδούλης και γύρισε στο σπίτι σκεφτικός.

Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε μέρα. Μόλις ο Επταποδούλης μιλούσε σε κάποιον, όλα τα χταποδάκια τού γυρνούσαν την πλάτη κι έφευγαν μακριά. Κανένας δεν του μιλούσε! Ο Σπίθας ήταν ο πιο κακός μαζί του. Τον έσπρωχνε με το κεφάλι του για να τον διώξει από την παρέα. Ο Επταποδούλης τον φοβόταν. Έτσι, το έβαζε πάντα στα πόδια, με κατεβασμένο το κεφάλι χωρίς να πει τίποτα. Σε λίγο καιρό ο Επταποδούλης κατάλαβε ότι δεν τον ήθελε κανείς! Ο καημένος μια σκοτεινή μέρα δεν άντεξε και γύρισε στο σπίτι κλαίγοντας...


Συνέχισε την ιστορία. Πώς φαντάζεσαι να τελειώνει η ιστορία για τον ήρωά μας;

H μανούλα του Επταποδούλη,
        Στέλλα Γιανναδάκη

1ος  Έπαινος Λογοτεχνίας του  Επταποδούλη  στο πλαίσιο των
 Πολιτιστικών Αγώνων 2007 που οργάνωσε ο
ΔΗΜΟΣ  ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
1ος  Έπαινος Λογοτεχνίας

          Με εκτίμηση
             κι αγάπη,
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Η Μάστιγα Του Αιώνα

Ανάρτηση Για Μεγάλους
Αφιερωμένο σε όλα εκείνα τα παιδιά,
που θάφτηκαν τα όνειρά τους κάτω από τοξικές ουσίες…

Και ξαφνικά! Κοιτάχτηκε ολόγυμνη μπροστά στον ξύλινο σκαλιστό καθρέπτη κι αναρωτήθηκε: «Ποιο ήταν άραγε εκείνο το κορίτσι που στεκόταν ολόγυμνο απέναντί της;», δεν γνώριζε. «Τι να ήθελε από την ζωή του;» δεν ήξερε. «Τι κοινό θα μπορούσε να έχει με εκείνη;», «Τίποτα!», σκεφτόταν. «Σίγουρα, τίποτα!», εκείνη ήταν αλλιώς. Σίγουρα ήταν αλλιώς! Δεν θα μπορούσε να είναι αυτή. Δεν θα μπορούσε να είναι έτσι... Τα μάτια της ήταν άδεια. Ούτε ένα μικρό ίχνος ζωής μέσα τους. Σαν να μην ένιωθε τίποτα. Σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Σαν να έλεγε: «Εδώ είμαι, πατήστε με! Έτσι κι αλλιώς, δεν πονάω. Δεν έχω Ψυχή. Δεν υπάρχω!»

Κι όμως... Ήμουν σίγουρη πως καταλάβαινε εκείνο το κορίτσι. Καταλάβαινε και πολλά περισσότερα από όσα νόμιζε. Απλά, δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Φοβόταν! Έτρεμε στην ιδέα να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Έτρεμε στην ιδέα να κοιταχτεί κατάματα στον καθρέπτη και ν’ αντικρίσει τις πληγές της.

Το σώμα της ήταν καχεκτικό κι αδύναμο. Κι απ’ τον λαιμό και κάτω... γεμάτο πληγές!  Όλο πληγές, ορθάνοιχτες σαν πελώρια μάτια που την χλεύαζαν. «Όχι, όχι! Δεν είμαι αυτή!», ούρλιαξε. «Θεέ μου! Πόσο πιο χαμηλά μπορώ να πέσω;» συνειδητοποίησε. Και ξάφνου, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δάκρυα που δεν σταματούσαν. «Τώρα εγώ γιατί κλαίω;» αναρωτήθηκε. «Υπάρχει λόγος να κλαίω;  Εγώ, δεν το έκανα αυτό στον εαυτό μου;  Γιατί;  Εγώ δεν το θέλησα;»

Και ξαφνικά, είδε εκείνο το αδύναμο κορίτσι να ξεσπάει σε λυγμούς και να σωριάζεται στο πάτωμα. Κουλουριάστηκε αργά, μαζεύοντας πρώτα τα χέρια της και ύστερα τα πόδια της σε εμβρυακή στάση. Έκρυψε την γύμνια της, τις πληγές της και ξεσπώντας σε γοερά κλάματα, ψέλλισε σιγανά: «Θέλω Αγάπη! Χριστέ μου... θέλω Αγάπη!»

Όμως, ήξερε ότι εκείνο το κορίτσι στον καθρέπτη ήταν μόνο του. Κανένας δεν ήταν εκεί για να την βοηθήσει. Δεν υπήρχε κανείς για να την πάρει αγκαλιά. Ούτε φίλος ούτε συγγενής.

«Καθένας για την πάρτη του», σκεφτόταν η Άννα. «Μάλλον, έτσι είναι η ζωή». Οι γονείς της είχαν χωρίσει χρόνια τώρα. Και η μητέρα της... πού να βρισκόταν άραγε; Είχαν μήνες να μιλήσουν. Τής είχε πει ότι αν δεν "καθαρίσει" να μην ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι. Κι έτσι, η Άννα όλο το καλοκαίρι βολευόταν στο φοιτητικό σπίτι μιας φίλης.

Πόνος, φόβος κι ενοχές πλημμύρισαν την ψυχή της. Απελπισία. Ντροπή για το τρύπιο σώμα της. Ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της και να πολεμήσει, προτίμησε τον εύκολο δρόμο. Αυτόν της αδράνειας... Βούλιαζε κάθε μέρα στον κόσμο της. Σε εκείνον τον κόσμο, όπου όταν δεν πονούσε το στερημένο σώμα της, μπορούσε να ονειρευτεί. Να ονειρευτεί πως ζει. Να ονειρευτεί πως υπάρχει. Κι εκεί, δεν υπήρχε πόνος. Παρά μόνο χαρά και γέλιο. Αγάπη και Ζεστασιά. Αποδοχή! Όλα όσα της έλειψαν από την πρώτη κιόλας ημέρα που γεννήθηκε.

Θυμήθηκε έναν παπά στην πλατεία Ναυαρίνου στην Θεσσαλονίκη. Με το που την είδε, άρχισε να την καταριέται: «Καταραμένη παλιοαλήτισσα! Αϊ να χαθείς από μπροστά μου. Την κακομοίρα τη μάνα σου!» το θυμήθηκε και δάκρυσε. Μετά, θυμήθηκε πάλι στην ίδια πλατεία, μία καλόψυχη γιαγιούλα που την είχε ρωτήσει, εντελώς αθώα, τι είχε ντυθεί! Γέλασε. Ήταν Απόκριες τότε... θυμόταν. Φορούσε πάντα παράξενα ρούχα και η γιαγιούλα νόμιζε πως είχε ντυθεί έτσι για τις Απόκριες. Τότε μπορούσε να σταθεί περισσότερο στα πόδια της. Ενώ τώρα... ποιος νοιαζόταν για εκείνη; Έτσι κι αλλιώς, για όλους ήταν μια παλιοαλήτισσα. Ούτε καν η μάνα της δεν την ήθελε στο σπίτι. Τεμπελόσκυλο την ανέβαζε, κοπρόσκυλο την κατέβαζε. «Άντε» της έλεγε, «να πας να βρεις καμιά δουλειά. Δεν είμαι εγώ υποχρεωμένη να σε ταΐζω για μια ζωή!»

Και η Άννα είχε κουραστεί πια με όλα αυτά. Πάντα ένιωθε να είναι βάρος. Δεν άντεχε άλλο να υπάρχει, να ανασαίνει και να είναι βάρος. Βάρος για την μάνα της. Βάρος για τους φίλους της. Για τους περαστικούς. Για τον παπά. Για την κοινωνία. Μια ζωή, βάρος.

Με κλαμένα μάτια, τρύπησε το χέρι της. Για άλλη μία φορά. Τα μάτια της έτρεχαν, η μύτη, τα ρούχα της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Το σώμα της έτρεμε. Κρύωνε, ρίγος ένιωθε από παντού ν’ αγκαλιάζει το κορμί της. Εμετός και διάρροια. Ολόκληρες ημέρες πέρασαν έτσι. Κι εκείνη, ολομόναχη, στο δωμάτιο. Σ’ εκείνο το δωμάτιο με τον σκαλιστό καθρέπτη.

Λίγο πριν κλείσει τα βλέφαρά της, ξαναείδε εκείνο το ολόγυμνο κορίτσι. Το κοίταξε βαθιά στα μάτια, το ρώτησε ποιο ήταν και τι ήθελε στην ζωή του. Αυτή την φορά όμως, ήξερε να απαντήσει. Εκείνο το ολόγυμνο κορίτσι, ήταν η Άννα. Και το μόνο που ήθελε μια ολόκληρη ζωή, ήταν Να Ανήκει Κάπου! Αυτό της έλειψε περισσότερο στη ζωή της. Και προσπαθούσε απεγνωσμένα γι’ αυτό. Να Ανήκει Κάπου! Σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε μια κοινωνία, σε μία αγκαλιά! Ποτέ, όμως, δεν τα κατάφερε. Μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής της...

Το επόμενο πρωί κάλεσαν την Αστυνομία. Επέστρεψε η φίλη της να τακτοποιήσει το σπίτι και η Άννα "κοιμόταν" πλάι στον σκαλιστό καθρέπτη. Ειδοποίησαν την μαμά της. Τα πόδια της κυρίας Ελένης κόπηκαν στα δυο. Η μικρή της Άννα ήταν νεκρή!  Η μικρή της...

Αχ, και να ήξερε η Άννα πόσο πολύ πονούσε η μητέρα της γι’ αυτήν... Αχ, και να ήξερε τα βράδια πόσο αγωνιούσε. Είχε μερόνυχτα ολόκληρα να κοιμηθεί, μήπως την πάρουν στο τηλέφωνο και της πουν πως η μοναχοκόρη της είναι νεκρή. Αχ, και να ήξερε η Άννα, πόσο πολύ την αγαπούσε η μητέρα της. Μόνο να ήξερε...

Όμως, η κυρία Ελένη δεν τής το είπε ποτέ!


Η ευθύνη των γονέων:
Η μητέρα της Άννας ποτέ δεν είπε στην κόρη της πόσο πολύ την αγαπούσε. Αντίθετα, την έκανε να νιώθει βάρος. Την έκανε να νιώθει εντελώς ανεπιθύμητη, μη αποδεκτή. Δεν την δέχονται και δεν ανήκει Πουθενά!
Μα, γιατί η Άννα να προσπαθήσει για έναν τόσο δύσκολο αγώνα απεξάρτησης; Μήπως τής είπε ποτέ κανείς ότι αξίζει τόσο πολύ; Μήπως τής είπε ποτέ κανείς ότι την αγαπάει;
Κι ακόμα κι αν προσπαθήσει (που όλο αυτό τής φαίνεται ακατόρθωτο) ποιον θα έχει στο πλάι της να την αποδεχτεί; Να της γελάσει έστω, που τα κατάφερε;
Αν ήξερε για την μητέρα της, μπορεί και να προσπαθούσε. Όμως, τώρα δεν έχει λόγο για να αγωνιστεί. Πέθανε μόνη της, αβοήθητη, με παγωμένη καρδιά... Μα, πόσο αλήθεια θα είχαν αλλάξει τα πράγματα στην καρδιά της, μόνο με μια απλή κουβέντα;

Τα παιδιά φεύγουν. Δεν γυρίζουν πίσω... Και οι γονείς δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία για να διορθώσουν τα πράγματα. Μόνο όσο τα παιδιά τους είναι ζωντανά, έχουν την ευκαιρία κάτι ν’ αλλάξουν!

      Με εκτίμηση
          κι αγάπη,
  Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη