Ανάρτηση Για Παιδιά
Ο Ρούπι δεν άφηνε κανέναν να τον ακουμπήσει. Δεν άκουγε τους ανθρώπους που δούλευαν στη φάρμα ούτε και τη μαμά του την κυρία Γίτσα, την αλογίτσα. Η καημένη η κυρία Γίτσα, μάταια, προσπαθούσε να πείσει τον Ρούπι ν’ αλλάξει. Εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτα! Κλοτσούσε και χλιμίντριζε δυνατά, δίχως ν’ αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει…
– Μα πώς του επιτρέπεις να σου φέρεται έτσι, χρυσή μου! ξεφώνισε η πικρόχολη Μπέτη.
Η Μπέτη ήταν ένα ψηλό άλογο με μαύρα πόδια και λευκό χρώμα στη ράχη της.
– Δεν ξέρω τι να κάνω! ψέλλισε σιγανά, από τη ντροπή της, η κυρία Γίτσα. Δεν με ακούει ό,τι κι αν του πω!
Έτσι, ο Ρούπι, πεισματάρης καθώς ήταν, έκανε πάντα το αντίθετο από εκείνο που οι άλλοι τού ζητούσαν… Ήθελε να νιώθει ελεύθερος και ανεξάρτητος. Εξάλλου, οι δικές του ιδέες και τα δικά του όνειρα δεν χωρούσαν σε καμία οικογένεια ούτε σε καμία φάρμα του κόσμου. Ήταν απέραντα!
Του άρεσε να φεύγει από τη φάρμα και να χοροπηδάει στα λιβάδια. Να τρέχει σαν τον άνεμο και να χάνεται. Η κυρία Γίτσα τον μάλωνε συνεχώς:
– Μας ντροπιάζεις με αυτά που κάνεις! Δεν το καταλαβαίνεις; Κοίτα τον μικρούλη τον γιο της Μπέτης, πόσο ήρεμος είναι.
– Ε, τότε, να πάρεις τον γιο της Μπέτης για γιο σου, κυρία Παλιογίτσα! Θα σου δείξω εγώ μια μέρα! φώναξε ο Ρούπι, κατακόκκινος από θυμό.
– Το ήξερα πως είσαι κακομαθημένος. Όμως, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μου μιλούσες έτσι. Είμαι η μητέρα σου, Ρούπι, και απαιτώ να με σέβεσαι!
– Τι είπες ότι κάνεις; επανέλαβε απότομα ο Ρούπι. Μα τον σεβασμό, κυρία Γίτσα, δεν τον απαιτείς. Απλά, τον κερδίζεις! έκανε ο Ρούπι και πήδηξε, όρθιος στα δυο του πόδια, σηκώνοντας σκόνη με τις οπλές του.
Η κυρία Γίτσα έμεινε άφωνη και χλιμίντρισε δυνατά, ως επίδειξη ισχύος, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να πει. Κι έτσι, περνούσε ο καιρός μέσα στη φάρμα…
Καθώς ο Ρούπι μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο πεισματάρης. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Οι άνθρωποι μέσα στη φάρμα δεν ήξεραν κι εκείνοι τι να κάνουν. Αυτό το τρελοάλογο ήταν μεγάλος μπελάς! Μα ο Ρούπι είχε για τον εαυτό του άλλα όνειρα: Μόλις εύρισκε την ευκαιρία, θα το έσκαγε από τη φάρμα. Και τότε θα ήταν, επιτέλους, ελεύθερος! Θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει και δεν θα αναγκαζόταν να ακούει κανέναν. Ούτε τους ανθρώπους ούτε τους γονείς του, ούτε και τους χαζοκανόνες τους!
Έτσι, λοιπόν, ένα ζεστό κυριακάτικο πρωινό που ο ήλιος φώτιζε χαμογελώντας την ύπαιθρο, ο Ρούπι κοίταξε μπροστά του και …τι να δει! Κάποιος είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα του στάβλου! Δίχως να χάσει καιρό, άρχισε να τρέχει, να τρέχει… Όσο πιο μακριά μπορούσε…
– Ρούπι, γύρνα πίσω. Μην φεύγεις! του φώναξε η μαμά του.
Αλλά, άδικος κόπος! Ο Ρούπι δεν θα γύριζε πίσω…
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε !