Αφιερωμένο σε όλα εκείνα τα παιδιά,
που θάφτηκαν τα όνειρά τους κάτω από τοξικές ουσίες…
Και ξαφνικά! Κοιτάχτηκε ολόγυμνη μπροστά στον ξύλινο σκαλιστό καθρέπτη κι αναρωτήθηκε: «Ποιο ήταν άραγε εκείνο το κορίτσι που στεκόταν ολόγυμνο απέναντί της;», δεν γνώριζε. «Τι να ήθελε από την ζωή του;» δεν ήξερε. «Τι κοινό θα μπορούσε να έχει με εκείνη;», «Τίποτα!», σκεφτόταν. «Σίγουρα, τίποτα!», εκείνη ήταν αλλιώς. Σίγουρα ήταν αλλιώς! Δεν θα μπορούσε να είναι αυτή. Δεν θα μπορούσε να είναι έτσι... Τα μάτια της ήταν άδεια. Ούτε ένα μικρό ίχνος ζωής μέσα τους. Σαν να μην ένιωθε τίποτα. Σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Σαν να έλεγε: «Εδώ είμαι, πατήστε με! Έτσι κι αλλιώς, δεν πονάω. Δεν έχω Ψυχή. Δεν υπάρχω!»
Κι όμως... Ήμουν σίγουρη πως καταλάβαινε εκείνο το κορίτσι. Καταλάβαινε και πολλά περισσότερα από όσα νόμιζε. Απλά, δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Φοβόταν! Έτρεμε στην ιδέα να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Έτρεμε στην ιδέα να κοιταχτεί κατάματα στον καθρέπτη και ν’ αντικρίσει τις πληγές της.
Το σώμα της ήταν καχεκτικό κι αδύναμο. Κι απ’ τον λαιμό και κάτω... γεμάτο πληγές! Όλο πληγές, ορθάνοιχτες σαν πελώρια μάτια που την χλεύαζαν. «Όχι, όχι! Δεν είμαι αυτή!», ούρλιαξε. «Θεέ μου! Πόσο πιο χαμηλά μπορώ να πέσω;» συνειδητοποίησε. Και ξάφνου, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δάκρυα που δεν σταματούσαν. «Τώρα εγώ γιατί κλαίω;» αναρωτήθηκε. «Υπάρχει λόγος να κλαίω; Εγώ, δεν το έκανα αυτό στον εαυτό μου; Γιατί; Εγώ δεν το θέλησα;»
Και ξαφνικά, είδε εκείνο το αδύναμο κορίτσι να ξεσπάει σε λυγμούς και να σωριάζεται στο πάτωμα. Κουλουριάστηκε αργά, μαζεύοντας πρώτα τα χέρια της και ύστερα τα πόδια της σε εμβρυακή στάση. Έκρυψε την γύμνια της, τις πληγές της και ξεσπώντας σε γοερά κλάματα, ψέλλισε σιγανά: «Θέλω Αγάπη! Χριστέ μου... θέλω Αγάπη!»
Όμως, ήξερε ότι εκείνο το κορίτσι στον καθρέπτη ήταν μόνο του. Κανένας δεν ήταν εκεί για να την βοηθήσει. Δεν υπήρχε κανείς για να την πάρει αγκαλιά. Ούτε φίλος ούτε συγγενής.
«Καθένας για την πάρτη του», σκεφτόταν η Άννα. «Μάλλον, έτσι είναι η ζωή». Οι γονείς της είχαν χωρίσει χρόνια τώρα. Και η μητέρα της... πού να βρισκόταν άραγε; Είχαν μήνες να μιλήσουν. Τής είχε πει ότι αν δεν "καθαρίσει" να μην ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι. Κι έτσι, η Άννα όλο το καλοκαίρι βολευόταν στο φοιτητικό σπίτι μιας φίλης.
Όμως, ήξερε ότι εκείνο το κορίτσι στον καθρέπτη ήταν μόνο του. Κανένας δεν ήταν εκεί για να την βοηθήσει. Δεν υπήρχε κανείς για να την πάρει αγκαλιά. Ούτε φίλος ούτε συγγενής.
«Καθένας για την πάρτη του», σκεφτόταν η Άννα. «Μάλλον, έτσι είναι η ζωή». Οι γονείς της είχαν χωρίσει χρόνια τώρα. Και η μητέρα της... πού να βρισκόταν άραγε; Είχαν μήνες να μιλήσουν. Τής είχε πει ότι αν δεν "καθαρίσει" να μην ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι. Κι έτσι, η Άννα όλο το καλοκαίρι βολευόταν στο φοιτητικό σπίτι μιας φίλης.
Πόνος, φόβος κι ενοχές πλημμύρισαν την ψυχή της. Απελπισία. Ντροπή για το τρύπιο σώμα της. Ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της και να πολεμήσει, προτίμησε τον εύκολο δρόμο. Αυτόν της αδράνειας... Βούλιαζε κάθε μέρα στον κόσμο της. Σε εκείνον τον κόσμο, όπου όταν δεν πονούσε το στερημένο σώμα της, μπορούσε να ονειρευτεί. Να ονειρευτεί πως ζει. Να ονειρευτεί πως υπάρχει. Κι εκεί, δεν υπήρχε πόνος. Παρά μόνο χαρά και γέλιο. Αγάπη και Ζεστασιά. Αποδοχή! Όλα όσα της έλειψαν από την πρώτη κιόλας ημέρα που γεννήθηκε.
Θυμήθηκε έναν παπά στην πλατεία Ναυαρίνου στην Θεσσαλονίκη. Με το που την είδε, άρχισε να την καταριέται: «Καταραμένη παλιοαλήτισσα! Αϊ να χαθείς από μπροστά μου. Την κακομοίρα τη μάνα σου!» το θυμήθηκε και δάκρυσε. Μετά, θυμήθηκε πάλι στην ίδια πλατεία, μία καλόψυχη γιαγιούλα που την είχε ρωτήσει, εντελώς αθώα, τι είχε ντυθεί! Γέλασε. Ήταν Απόκριες τότε... θυμόταν. Φορούσε πάντα παράξενα ρούχα και η γιαγιούλα νόμιζε πως είχε ντυθεί έτσι για τις Απόκριες. Τότε μπορούσε να σταθεί περισσότερο στα πόδια της. Ενώ τώρα... ποιος νοιαζόταν για εκείνη; Έτσι κι αλλιώς, για όλους ήταν μια παλιοαλήτισσα. Ούτε καν η μάνα της δεν την ήθελε στο σπίτι. Τεμπελόσκυλο την ανέβαζε, κοπρόσκυλο την κατέβαζε. «Άντε» της έλεγε, «να πας να βρεις καμιά δουλειά. Δεν είμαι εγώ υποχρεωμένη να σε ταΐζω για μια ζωή!»
Και η Άννα είχε κουραστεί πια με όλα αυτά. Πάντα ένιωθε να είναι βάρος. Δεν άντεχε άλλο να υπάρχει, να ανασαίνει και να είναι βάρος. Βάρος για την μάνα της. Βάρος για τους φίλους της. Για τους περαστικούς. Για τον παπά. Για την κοινωνία. Μια ζωή, βάρος.
Με κλαμένα μάτια, τρύπησε το χέρι της. Για άλλη μία φορά. Τα μάτια της έτρεχαν, η μύτη, τα ρούχα της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Το σώμα της έτρεμε. Κρύωνε, ρίγος ένιωθε από παντού ν’ αγκαλιάζει το κορμί της. Εμετός και διάρροια. Ολόκληρες ημέρες πέρασαν έτσι. Κι εκείνη, ολομόναχη, στο δωμάτιο. Σ’ εκείνο το δωμάτιο με τον σκαλιστό καθρέπτη.
Λίγο πριν κλείσει τα βλέφαρά της, ξαναείδε εκείνο το ολόγυμνο κορίτσι. Το κοίταξε βαθιά στα μάτια, το ρώτησε ποιο ήταν και τι ήθελε στην ζωή του. Αυτή την φορά όμως, ήξερε να απαντήσει. Εκείνο το ολόγυμνο κορίτσι, ήταν η Άννα. Και το μόνο που ήθελε μια ολόκληρη ζωή, ήταν Να Ανήκει Κάπου! Αυτό της έλειψε περισσότερο στη ζωή της. Και προσπαθούσε απεγνωσμένα γι’ αυτό. Να Ανήκει Κάπου! Σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε μια κοινωνία, σε μία αγκαλιά! Ποτέ, όμως, δεν τα κατάφερε. Μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής της...
Το επόμενο πρωί κάλεσαν την Αστυνομία. Επέστρεψε η φίλη της να τακτοποιήσει το σπίτι και η Άννα "κοιμόταν" πλάι στον σκαλιστό καθρέπτη. Ειδοποίησαν την μαμά της. Τα πόδια της κυρίας Ελένης κόπηκαν στα δυο. Η μικρή της Άννα ήταν νεκρή! Η μικρή της...
Αχ, και να ήξερε η Άννα πόσο πολύ πονούσε η μητέρα της γι’ αυτήν... Αχ, και να ήξερε τα βράδια πόσο αγωνιούσε. Είχε μερόνυχτα ολόκληρα να κοιμηθεί, μήπως την πάρουν στο τηλέφωνο και της πουν πως η μοναχοκόρη της είναι νεκρή. Αχ, και να ήξερε η Άννα, πόσο πολύ την αγαπούσε η μητέρα της. Μόνο να ήξερε...
Όμως, η κυρία Ελένη δεν τής το είπε ποτέ!
Η ευθύνη των γονέων:
Η μητέρα της Άννας ποτέ δεν είπε στην κόρη της πόσο πολύ την αγαπούσε. Αντίθετα, την έκανε να νιώθει βάρος. Την έκανε να νιώθει εντελώς ανεπιθύμητη, μη αποδεκτή. Δεν την δέχονται και δεν ανήκει Πουθενά!
Μα, γιατί η Άννα να προσπαθήσει για έναν τόσο δύσκολο αγώνα απεξάρτησης; Μήπως τής είπε ποτέ κανείς ότι αξίζει τόσο πολύ; Μήπως τής είπε ποτέ κανείς ότι την αγαπάει;
Κι ακόμα κι αν προσπαθήσει (που όλο αυτό τής φαίνεται ακατόρθωτο) ποιον θα έχει στο πλάι της να την αποδεχτεί; Να της γελάσει έστω, που τα κατάφερε;
Αν ήξερε για την μητέρα της, μπορεί και να προσπαθούσε. Όμως, τώρα δεν έχει λόγο για να αγωνιστεί. Πέθανε μόνη της, αβοήθητη, με παγωμένη καρδιά... Μα, πόσο αλήθεια θα είχαν αλλάξει τα πράγματα στην καρδιά της, μόνο με μια απλή κουβέντα;
Τα παιδιά φεύγουν. Δεν γυρίζουν πίσω... Και οι γονείς δεν έχουν ποτέ την ευκαιρία για να διορθώσουν τα πράγματα. Μόνο όσο τα παιδιά τους είναι ζωντανά, έχουν την ευκαιρία κάτι ν’ αλλάξουν!
Με εκτίμηση
κι αγάπη,
Στέλλα Γιανναδάκη
Copyright: Στέλλα Γιανναδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ευχαριστούμε !